Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Πάμε Σπίτι

Για το Ζ.


“Ιδού. Το πιο αγαπημένο μου μέρος σε όλο τον κόσμο.” είπα περήφανα.

Στεκόμασταν στη μέση της γέφυρας. Δεν είχε δρομολόγια τέτοια ώρα, πόσο μάλλον τέτοιες μέρες. Τη σιγαλιά της νύχτας διέλυε μόνο ο παγωμένος χριστουγεννιάτικος άνεμος. Πίσω μας ο σταθμός. Παλιά βαγόνια παρκαρισμένα στην ίδια θέση δυο δεκαετίες τώρα, αποθήκες και ξεραμένα δέντρα γεμάτα φωλιές κοράκων με φόντο το λιμάνι. Γερανοί, βαπόρια και ο πύργος με το ρολόι να γράφει 28/12/13, 5:13. Οι σκουριασμένες γραμμές του τρένου φωτισμένες από τους κίτρινους προβολείς απλώνονταν σαν ερπετά κάτω απ' τα πόδια μας, μπλέκονταν, οι δυο γινότανε μία, η μια δύο, και συνέχιζαν μέχρι την άλλη μεριά της γέφυρας στη στροφή, όπου και χάνονταν.

Κοιτούσε αριστερά δεξιά απορημένη, λες και έψαχνε κάτι.

“Ε, εντάξει.” είπε τελικά.

Την κοίταξα έκπληκτος, σχεδόν προσβεβλημένος.

“Εντάξει? Σε φέρνω στο αγαπημένο μου μέρος σε όλο τον κόσμο -ούτε καν το αγαπημένο μου μέρος στην πόλη!- και σου φαίνεται απλά εντάξει?”

Γύρναγε εκνευρισμένη μια απ' τη μια και μια απ' την άλλη.

“Ε δεν έχει και τίποτα αξιόλογο ρε μωρό, έχει ράγες, τρένα, είναι όμορφα αλλά αυτό, δεν είναι τίποτα τρελό να πεις ουάου.”

“Μα καλά, είναι δυνατόν να μην το βλέπεις? Έχεις μπροστά σου το απόλυτο αστικό τοπίο.”

“Ε, εντάξει.” είπε στεγνά.

Την κοίταξα για λίγο χωρίς να πω τίποτα.

“Καλά μωρέ, δεν πειράζει.” αναστέναξα. “Πάμε σπίτι?”





Συνεχίσαμε το δρόμο μας. Η βραδιά είχε ξεκινήσει ώρες πριν με τσίπουρα, κρασιά και ρακές. Καταλήξαμε να χορεύουμε κόκαλα σε ένα απ' αυτά τα μαγαζιά που είναι φίσκα και έχει καλή μουσική μα κανείς ποτέ δεν χορεύει, όλοι πάνε εκεί γιατί απλά όλοι είναι εκεί. Όταν ήρθαν οι μπύρες που παρήγγειλα τις κοίταξε με ένα βλέμμα απελπισίας, σίγουρη ότι αν πιει ακόμα τόσο θα ξεράσει. Κάθισε σε ένα σκαμπό στη γωνία παραδομένη, σαν μποξέρ που τα έχει δώσει όλα και κάτι προσπάθησε να μου πει. Δεν άκουσα λέξη μέσα στον πανικό αλλά ήταν ξεκάθαρο. Άδειασα τα ποτήρια, έφερα τα παλτά μας και φύγαμε.


Είχε τα χέρια σταυρωμένα και προχωρούσε με το κεφάλι σκυμμένο. Φορούσε το παλτό της, κόκκινο φουλάρι τυλιγμένο καλά γύρω απ' το λαιμό και το γατίσιο σκουφάκι της, μάλλινο με δυο αυτάκια να πετιούνται στην κορυφή. Η μικροκαμωμένη, καρτουνίστικη μορφή της με έκανε πραγματικά χαρούμενο που την είχα μαζί μου.
Την κοίταζα να προχωράει και σκεφτόμουνα πόσο όμορφα περνάω μαζί της, όταν γύρισε και μου είπε με παράπονο.

“Ρε Ορφέα δεν ξέρω τι να κάνω με το γάτο μου.”

“Τι έχει ο γάτος σου κούκλα μου?” τη ρώτησα.

Γύρισε και με κοίταξε όλο αγανάκτηση χωρίς να ξεσταυρώσει τα χέρια.

“Δεν τον αντέχω ρε Ορφέα! Δεν μπορώ να τον καταλάβω!”

Ο εν λόγω γάτος είναι ένα χοντρό κατάμαυρο κτηνάκι που αντιπάθησα απ' την αρχή. Δεν είναι καθόλου χαδιάρης, δεν θα 'ρθει να σου τριφτεί στα πόδια, δεν θα σου κάνει νιάου. Την πρώτη φορά που έκανα να τον αγγίξω με κοίταξε στα μάτια, σήκωσε το πόδι και με ξέσκισε με το πάσο του, σχεδόν χειρουργικά. Χωρίς απότομες κινήσεις, σα να μου λέει να, έτσι ξηγιέμαι εγώ μαλάκα, πάρτηνα.

“Γιατί βρε, τι κάνει?”

Έφερα το χέρι μου πάνω απ' τους ώμους της να την πιάσω μα αυτή τραβήχτηκε και συνέχισε στον ίδιο τόνο.

“Όταν κάθομαι έρχεται και τρίβεται στα πόδια μου, γουργουρίζει.. Μα όταν πάω να τον πιάσω εκνευρίζεται και με νυχιάζει. Εκεί που τον έχω ήρεμο και τον χαϊδεύω, χωρίς προειδοποίηση γίνεται κακός και με σκίζει.”

“Ο γάτος σου έχει θέματα.” είπα αστειευόμενος.

“Δεν ξέρω τι να κάνω πια ρε Ορφέα! Κάθε φορά που αρχίζω να πιστεύω πως τα πάμε καλά και η σχέση μας δυναμώνει κάτι τον πιάνει και κάνει μαλακία.” είπε παραπονιάρικα.

“Μπορεί απλά να είναι έτσι ο χαρακτήρας του. Ζώο είναι, τι περίμενες δηλαδή?” της αντιγύρισα.

“Εγώ τι φταίω όμως ρε συ? Τον έχω τόσο καιρό.. Θέλω, θέλω πραγματικά να τα πάμε καλά, αλήθεια, αλλά δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν τον αντέχω, τον βλέπω μέσα στο σπίτι και εκνευρίζομαι, δεν ξέρω πως να νιώσω ή τι να σκεφτώ γιαυτόν, δεν ξέρω πως να του φερθώ!” φώναξε.

Το γατί. Το γατί. Πού κολλάει τώρα το γατί? Τι διάολο? Προσπάθησα να οργανώσω τις σκέψεις μου. Τελικά γύρισα και της είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα,

“Κοίτα, μάλλον τον έχεις παρεξηγήσει το γάτο σου. Απ' το λίγο που τον ξέρω μπορώ να τον καταλάβω, μην περιμένεις απ' αυτόν περισσότερα απ' ότι είναι ικανός να σου δώσει.”

Πήρα μια απόσταση και άρχισα να προχωράω μπροστά. Είχα φορτώσει. Αυτό το αλκοολικό θολωμένο φόρτωμα που σου καίει το στήθος.

“Και στην τελική, μωρό μου, αν ήθελες να 'ναι χαρωπός και γλυκός να μην του έκοβες τα αρχίδια!” είπα εκνευρισμένα.

Δεν είπε τίποτα για λίγο, φτάναμε σπίτι πια. Πίστεψα πως θα το λήγαμε εκεί μα συνέχισε.

“Δεν είναι αυτό ρε Ορφέα. Η θηλικιά είναι ήρεμη και γλυκιά, έρχεται, κάθεται στα πόδια μου όταν διαβάζω, της μιλάω, την χαϊδεύω, μα αυτός.. Δεν ξέρω τι σκέφτεται. Αλήθεια, τον θέλω, αλλά δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ. Είναι λες και δεν με συμπαθεί καθόλου, ώρες ώρες νιώθω σαν να τον έχω φυλακισμένο, σαν να μη...” -- έτοιμος να σκάσω γύρισα απότομα, έφερα το πρόσωπό μου μπροστά στο δικό της και φώναξα,

“ΚΟΦΤΟ γαμώ! Σε φέρνω στην πόλη μου, σε βγάζω έξω και συ είσαι με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα! Τι σκατά σε έχει πιάσει και μιλάς τόση ώρα για το κωλόγατο? Αυτό έχει να μου πεις μόνο? Τι με νοιάζει για το γάτο σου? ΓΑΜΑ το γάτο σου!”


Σταμάτησε. Με κοίταξε με βλέμμα ξαφνιασμένο μα απογοητευμένο. Όχι φοβισμένο. Προδομένο. Μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω πόσο αδικαιολόγητο ήταν το ξέσπασμά μου. Κόπηκα στα δύο.

“Συγνώμη... Δεν ξέρω τι έπαθα, συγνώμη, δεν έπρεπε να σου φωνάξω.” ψέλλισα.

Δεν είπε τίποτα, κατέβασε το κεφάλι με τα χέρια ακόμα στην ίδια στάση, έκρυψε το πρόσωπό της βαθιά στο κασκόλ και αναστέναξε. Πλησίασα όσο πιο ήρεμα μπορούσα και την άγγιξα. Έγειρε διστακτικά στον ώμο μου, την αγκάλιασα.

Μείναμε εκεί, σιωπηλοί. Ξαφνικά οι δρόμοι φάνηκαν υπερβολικά άδειοι, η πόλη υπερβολικά ήσυχη. Ο αέρας υπερβολικά παγωμένος.

“Δεν το εννοούσα, δεν ξέρω τι με πιάνει... Παρανόησα. Είμαι πολύ μαλάκας, συγνώμη...”, ψιθύρισα.

Σήκωσε αργά το κεφάλι της. Με κοίταξε μ' αυτό το μοναδικό ανεξιχνίαστο βλέμμα, ψυχρό -μα όχι σκληρό, σαν να ψάχνει κάτι πίσω απ' τα μάτια μου, σαν να περιμένει, σαν να θέλει κάτι να ακούσει ή να μου πει αλλά με τέτοιο τρόπο που μου είναι αδύνατον να προσδιορίσω τι θα μπορούσε να 'ναι αυτό. Μ' αυτό το μυστικό, γατίσιο τρόπο που έχω χαραγμένο στο μυαλό μου σαν υστερόγραφο, που τόσες φορές προσπάθησα να καταλάβω και άλλες τόσες κατάλαβα πως δεν θέλω να καταλάβω.

Με κοίταξε για μια αιωνιότητα με μάτια λυπημένα.

Τελικά με φίλησε γλυκά και είπε κουρασμένα,

“Πάμε σπίτι?”.

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

61η Στάση στον Άγνωστο Σταθμό


Εισιτήρια. Μικρά κομμάτια χαρτί, μεγάλα κομμάτια χαρτί. Σχισμένα, πολύχρωμα, φυλαγμένα και ατσαλάκωτα, ξεχασμένα σε κωλότσεπες και πλυμένα, διπλωμένα σε καραβάκια και αφημένα σε στρατηγικά σημεία.

Πόσες διαδρομές Θεέ μου. Καράβια, τρένα, αεροπλάνα, φέρυ, ταξιά, λεωφορεία, πόσα και πόσα μικρά αποκόμματα χωρίς σημασία, μικρές και τερατώδεις σπατάλες πρώτης ύλης από τότε που μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου.

Πόσες φορές με ξύπνησαν στο σταθμό? Με την κιθάρα ανάμεσα στα πόδια, γερμένος στο παγωμένο τζάμι με μια σαλιωμένη ζακέτα για μαξιλάρι και τσόχα στο στόμα. Κοιτάω γύρω μου προσπαθώντας να εστιάσω, τι γίνεται που είμαστε?

Και βλέπω τον Άγνωστο Σταθμό, τη στάση στη μέση του πουθενά. Γκρίζοι τοίχοι ξεφτισμένοι απ' το χρόνο, γυαλιστερά πλακάκια σε μουντές αποχρώσεις άσπρου, γκρίζου και μαύρου, και από πάνω ένα τεράστιο υπόστεγο σε απειλητική γωνία. Μέσα, τουαλέτες, παιχνίδια των πενήντα λεπτών με καταθληπτικά αρκουδάκια που τελευταία φορά χρησιμοποιήθηκαν το 1998, ένα αισχροκερδές μίνι μάρκετ με τυρόπιτες, αναψυκτικά και κάθε πιθανό συνδυασμό υδατάνθρακα και ζάχαρης, και στη μέση το Ιερό του σταθμάρχη, διάφανο και επιβλητικό. Γύρω απ' τα πολυγωνικό κτήριο παρκαρισμένα δυο ντουζίνες οχήματα, τα περισσότερα ογκώδη, πράσινα υπεραστικά λεωφορεία.

Όποιος σχεδίασε αυτό το σταθμό είχε μεγαλεπήβολα και λαμπρά όνειρα για το αποτέλεσμά του, όμως καθώς τα χρόνια πέρασαν η χωριάτικη ανάσα της μικροαστικής νεομπουρζουαζίας θόλωσε την όποια λάμψη που ίσως να το διέκρινε κάποτε. Τώρα όλα φαίνονται απλά γκρίζα, γκρίζα και παλιά. Σαν να χρειάζονται καθάρισμα, ή βάψιμο.

Πρέπει να 'χω βρεθεί πάνω από 60 φορές σ' αυτό το σταθμό, κι όμως ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να μάθω πού ακριβώς βρίσκεται, ή πως λέγεται. Για 'μένα, είναι ένα ακόμα σημείο αναφοράς στη μέση του πουθενά, ένα τσιγάρο με το ζόρι ακόμα, ένα κατούρημα, ένα ακόμα τέταρτο στάσης.

Κοιτάω έξω απ' το παράθυρο. Αριστερά μου πίσω απ' τα σταθμευμένα μεταφορικά μεγαθήρια δεσπόζει ένα γκριζομπλέ θαμπό βουνό, και λίγο πιο πάνω του σε ότι φαντάζει μίας ώρας απόσταση, ένας ακόμα πιο θαμπός ήλιος. Τεντώνω το κεφάλι μου πάνω απ' την πλάτη του μπροστινού καθίσματος. Τα κόκκινα ψηφιακά γράμματα στο κοντέρ δίπλα απ' τον οδηγό λένε, 15 10. Και μετά 16.35. Τεσσεράμισι λοιπόν και νυχτώνει. Ο χειμώνας μας σφυρίζει απ' τη γωνία με μέρες ελάχιστες και αναπάντεχα κρυολογήματα.

Αφού κατέβει και ο τελευταίος επιβάτης χασμουριέμαι βίαια στη θέση μου, δυνατά, σαν αγρίμι. Από πάντα απολάμβανα τα λίγα λεπτά απόλυτης σιωπής στα λεωφορεία. Καθ' όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης διαδρομής είσαι υποχρεωμένος να ανεχτείς κάθε μορφής μπιφτεκιά, γκομενοσυζητήσεις, παππούδες που κλάνουν, ροχαλητά. Τα μωρά ποτέ δεν με πείραξαν. Αυτές οι  λίγες στιγμές σιγής στο άδειο όχημα είναι φύλλα χρυσού για τ' αυτιά μου. Άσε που όλοι αγχώνονται πως τους ψειρίζω τα τιμαλφή και με διασκεδάζουν με τα ύποπτα βλέμματα και τα σιγανά ψιθυριτά τους.

Οι άνθρωποι μιλάνε στο τηλέφωνο στις στάσεις. Παίρνουν τη μάνα, το γκόμενό, την κολλητή, τον αδερφό τους, λένε μαλακίες αδιάφορες και ανούσιες, τι φάγανε το πρωί ή πόσο τα πήραν που θα χάσουν το σόου στην τηλεόραση (αλλά εντάξει μωρέ, θα το δούνε στο ίντερνετ), ή πως πήγαν στο βεσέ και είδαν μια σερβιέτα κολλημένη στον τοίχο ή μια κουράδα “να!”... Μαλακίες. Προσπαθώ να μην τους κρίνω πολύ αυστηρά, αλλά έχω γενικότερα την εντύπωση πως οι άνθρωποι πια μιλάνε πολύ στο τηλέφωνο. Ίσως είναι μια μικρή προσπάθεια να καθαρίσουν τις σταγόνες της θλίψης απ' το τζάμι του θλιβερού τους εαυτού, να υπενθυμίσουν σε κάποιον πως υπάρχουν κι αυτοί, πως ενεργούν, πως σκέπτονται, πως είναι ακόμα ζωντανοί. Αλλά κατά κύριο λόγο, απλά έχουν εθιστεί στον πολυτέλεια της τηλεπικοινωνίας.

Ντάξ, μη με πάρεις με τις πέτρες. Δεν μιλώ εκ του ασφαλούς. Μπορώ να καταλάβω πόσο σημαντικό ψυχολογικό μπούστ είναι να ακούει κάποιος τις καθημερινές σου ασήμαντες περιπέτειες σαν να του διηγείσαι μια αποστολή στη σελήνη. Όλοι μας μόνοι νιώθουμε. Απλά για τους τάδε, δείνα, Χ-Ψ λόγους δεν μ' αρέσει να μιλάω στο τηλέφωνο. Δεν έχω ποιόν να πάρω ή τι να πω, και κατά κύριο λόγο δεν έχω κινητό. Το ξέχασα για πεντηκοστή φορά στο ταξί που προσπαθούσε να προλάβει το καράβι την τελευταία φορά που έκανα αυτό το ταξίδι απ' την ανάποδη. Και το επόμενο που μου χάρισε η γιαγιά μου, μου το 'φαγε ένας τρελός στα Γιάννενα πριν δυο βδομάδες. Αν το 'χα όμως, ίσως και να 'περνα το Γιάννη, να τον ρωτήσω τι έγινε τελικά μ' εκείνη τη μαροκινή γκομενίτσα.

Κατεβαίνω στρίβοντας τσιγάρο. Ο ήλιος με τυφλώνει, κόβω ταχύτητα, σφαλίζω τα μάτια. Ανάβω το τσιγάρο, ο ντεμέκ βιολογικός καπνός μου θερίζει τα πνευμόνια. Φυσάω και ανοίγω τα βλέφαρα αργά, με σμιγμένα τα φρύδια, σαν τον Μάρλμπορο Μαν.

Ένα ακόμα βιαστικό τσιγάρο στον Άγνωστο Σταθμό, που συνεχίζω να μην έχω καμία διάθεση να μάθω που είναι. Για μένα, είναι ακόμα ένα ξεμούδιασμα και επτά χασμουρητά.

Γύρω – γύρω πεδιάδα. Αριστερά, μια σειρά ψηλές καλαμποκιές και από πίσω ένα κτήμα με οπωροφόρα και γαλοπούλες. Ανάμεσά τους αράζει ένα σκυλί, ψωριάρικο και γέρικο, δεν δείχνει να έχει όρεξη να παίξει μαζί τους.

Μπροστά μου διαδοχικά, το πράσινο τοίχος των παρκαρισμένων υπεραστικών, το βουνό και ο ήλιος. Προχωρώ ανάμεσα απ' τα ατσάλινα θηρία, από πίσω τους κρυμμένο ένα απέραντο τοπίο από αμπέλια, σπαρτά, καλαμπόκια, δέντρα (ίσως ελιές?) και ελάχιστα κτίσματα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, στη ρίζα του όρους. Σφηνώνω το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη, ξεκουμπώνω το παντελόνι και προσπαθώ να κατουρήσω πάνω απ' το τοιχάκι και στο πιο κοντινό αμπελόκλημα.

Εξηκοστό πρώτο κατούρημα πάνω απ' το τοιχάκι, εξηκοστό δεύτερο τσιγάρο στον Άγνωστο Σταθμό. Κάποτε το λεωφορείο είχε πάθει βλάβη και πρόλαβα να ανάψω δύο. Κάποτε πριν χρόνια τράκαρα το ίσως τριακοστό έκτο μου τσιγάρο απο ένα τσιγγάνο στην τότε ηλικία μου, όχι πάνω από 22, ο οποίος μου μίλησε για το αμάξι του, και τον πατέρα του και για τη γυναίκα και το γιο του. Για το πώς ήθελε να γυρίσει στη Ρουμανία στη γιαγιά του, μα τον πάντρεψαν και του πήραν κουρσάρα και τον έβαλαν να δουλέψει παλιατζής το φορτηγό. Λέει “τι να 'κανα, όταν είσαι 13 είναι γλυκό το μουνί και το τιμόνι. Έκατσα.” Του 'πα πως δεν τον κατηγορώ, πως δεν ξέρω να οδηγώ και πως πρώτη φορά πήδηξα στα 19. Γελάσαμε.

Μαζεύω το παντελόνι μου, παίρνω το τσιγάρο απ' το στόμα και κάθομαι να αγναντέψω τον κάμπο ακουμπισμένος στο τοιχάκι, λίγο πιο δίπλα απ' τα κάτουρα όμως.

Βλέπω τα χαμόσπιτα ταπεινά και γκρίζα, τα αμπέλια, ταπεινά και πράσινα, μα γκρίζα, το βουνό, τον ήλιο, τον ουρανό, γκρίζα, γκρίζα, γκρίζα.

Και οι άνθρωποι που μένουν εδώ γκρίζοι να' ναι? Και γω αν έμενα εδώ όλη μου τη ζωή, γκρίζος θα 'μουν άραγε? 

Φαντάστηκα τον εαυτό μου να περνάει εξήντα και μία φορές απ' αυτό το σταθμό, να διανύει τις αποστάσεις στο χάρτη της Ελλάδας χαράζοντας νοητές γραμμές, χτυπώντας τα σύνορα ξανά και ξανά και ξανά σαν μύγα κλεισμένη σ' ένα μικρό, διάφανο μπουκαλάκι. Τι χρώμα έχει ο άνθρωπος μύγα? Ο άνθρωπος με τα εξήντα ξεκινήματα, ο άνθρωπος που δεν ενδιαφέρεται να ονομάσει τους σταθμούς? Και αυτό του το ξεκίνημα, το εξηκοστό πρώτο πού θα τον βγάλει? Το μπουκαλάκι θα ραγίσει απ' τα χτυπήματα ή μήπως θα μάθει να το ανοίγει από μέσα? Φαντάσου να 'ταν από πάντα ανοιχτό. Κι αν οι σταγόνες της θλίψης του θολώσουν τα τοιχώματα, θα τα καθαρίσει μ' ένα τηλεφώνημα? Τι χρώμα θα 'χει ο άνθρωπος μύγα μέσα στο μικρό του μπουκαλάκι όταν κουραστεί να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο?

Βήχω, πνίγομαι, φτήνω, ο καπνός μου καψαλίζει τα ταλαιπωρημένα πνευμόνια. Κάνω μεταβολή, πιάνω το τσιγάρο ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρα, το εξφενδονίζω πάνω στη γιγαντιαία ρόδα του πλησιέστερου οχήματος. Βγάζει σπίθες, μα δεν έχει αρκετό σκοτάδι για να λάμψουν φαντασμαγορικά όπως στις ταινίες.

Ανεβαίνω στο λεωφορείο, κάθομαι στη θέση μου, πάντα δυο καθίσματα μπροστά απ' τη γαλαρία, αριστερά. Βιαστικά, ανεβαίνουν δυο – τρεις ´αλλοι επιβάτες, με κοιτούν καχύποπτα και τσεκάρουν θορυβημένοι τις τσάντες τους, μετά κάθονται. Ακολουθούν και οι υπόλοιποι, μετά ο οδηγός.

Γέρνω στο παράθυρο, σφίγγω το παλτό. Βολεύω την κιθάρα στα σκέλια μου, βάζω τη σαλιωμένη ζακέτα ανάμεσα στο κεφάλι μου και το παγωμένο τζάμι. Η μηχανή παίρνει μπρος, κοιτάζω απ' έξω. Στο μεγάλο, ψηφιακό ρολόι του σταθμού γράφει με κόκκινα γράμματα, 15 10, και μετά 16.50. Από κάτω διαβάζω για πρώτη φορά “ΚΤΕΛ Ν.ΦΘΙΩΤIΔΑΣ”.

Μπα?

Ώστε έτσι, ε?

Ο οδηγός βάζει μπρος, το όχημα έχει αρχίσει να κινείται με την όπισθεν. Το ρυθμικό τουτ-τουτ-τουτ με νανουρίζει. Κλείνω τα μάτια, βολεύομαι.

Δε γαμιέται. Μια στάση ακόμα στον Άγνωστο Σταθμό.

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Καρτ Ποστάλ

Έσκασα Πειραιά Κυριακή πρωί, 6 η ώρα σαν ψάρακας. Τρεις ώρες ύπνο τρεις μέρες τώρα, κάτι μάτια πρεζαρέα και σακούλες jumbo απο κάτω. Φράγκα μηδέν, ατσίγαρος, με πέντε άπλυτα στη μια τσάντα και το κλαρινάκι στην άλλη. Στήνομαι 8 η ώρα στο μετρό, τάκα – τάκα, σε μισή ώρα 6 ευρώ, γαμάω – τάο. Πακετάκι, εσπρεσάκι φρεντάτο και φύγαμε για Μοναστηράκι. Της Αγίας Καριόλας γινότανε, κόσμος παντού να μη μπορείς να περάσεις, λες και το μετρό ήταν η φωλιά και χυνόταν τα μερμήγκια μιλιούνια – μιλιούνια, κινεζάκια γερμανάκια ότι θες. Με τρελαίνει αυτό στην Αθήνα. Αράζω σε καμιά γωνιά και κόβο φάτσες, ιστορίες ολόκληρες, Οδύσσειες και Ιλιάδες περνάνε πολυβολικά απο μπροστά μου, ίσα που προλαβαίνω να τους διαβάσω.

Στήνομαι στα αρχαία κάτω απ την Ακρόπολη, ξαναδένω το όργανο και πιάνω το vibe του κοινού. Λίγο αραχτοί, πολύ χαλαρά, Κυριακάτικη βόλτα φάση θέλετε κύριοι και αυτό ακριβώς θα σας δόσω. Μουσική απο soundtrack γαλλικού κινηματογράφου, νότες λυγισμένες, μισές, να στάζουν έρωτα, ανεμελιά και γαρνιτούρα μια γλυκιά, γλυκιά μελαγχολία να σου τρυπάει την καρδιά.

Μια ώρα 20 ευρώ. Πακέτο λάκι, σουβλάκι, και δρόμο σταθμό Λαρίσης να βγάλω το εισιτήριο. Στο γκισέ μου λένε 30 το κανονικό, 14 το μεσονύκτιο. Έκλεισα για το δεύτερο.

Η ώρα 3. Βαριέμαι, έχω να σκοτώσω 7 ώρες. Σκάω σε ένα μαγαζί που έπαιξα λαιβ πριν κάτι μήνες, τι λέει μου λένε, κυριλέ τους απαντώ, να κεράσουμε κάτι, λέω έχω πιει τρεις καφέδες, θα απογειωθώ και μετά ποιος με πιάνει, σφηνάκι τζακ καλύτερα. Το πίνω. Λέει σήμερα δουλεύει και ένα φιλαράκι σου στις 6. Γαμώ λέω θα 'ρθω να τον δω. Αφήνω τα μπαγκάζια εκεί και αρχίζω σουλάτσα, πάνω κάτω το κέντρο με μια μπύρα στο χέρι.

Ο δρόμος με βγάζει ακρόπολη, πάω στην είσοδο λέω δεν έχω φράγκο. Λέει αν είστε φοιτητής κύριε μπαίνετε τζαμπαντάν. Λέω φοιτητής είμαι, κύριος σπανίως. Κυριλέ σκυλάκο, μου λέει και μου κλείνει -μπλίνκ!- το μάτι το αριστερό. Κάνω να μπώ, με σταματάει, λέει πάνε στο γκισέ να σου δώσουν εισητήριο ελευθέρας γιατί η Μέρκελ μετράει πόσοι μπαίνουνε στο έτσι. Ά την μπάμπο, την κωλόγρια. Ντροπή της.

Βγάζω μπιλιέτο, αρχίζω να περιφέρομαι στο χώρο. Ωραία τα μάρμαρα παιδιά, αλλά όποιος έχει πάει Παρθενώνα σίγουρα καταλαβαίνει γιατί ήμουν συνεχώς με το καβλί στο μέτωπο. Τζαπανέζες βγαλμένες απο hentai, schoolgirl φάση με πουλόβερ, φουστίτσα και κορδέλες, μαλάκααα φρίκη. Αμερικανέζες τσιρλίντερς με τα μπούτια μόστρα και δώσε. Ξεναγοί να ξεναγούν τους ξεναγώμενους στηn αθάνατη αρχαία ιστορία μας και μένα μόνο μια λέξη στο μυαλό μου: bukkake.

Άραζα πάνω – πάνω, στην άκρη, εκεί που κυματίζει η ένδοξή μας γαλανόλευκη, το καμάρι μας, το σύμβολο του ελληνισμού, η πεμτουσία της γνώσης και του πνεύματος, το δεξί βυζί μας. Κοιτάζοντας τον ορίζοντα με έπιασε ίλλιγκος. Το τοπίο έμοιαζε με κεφάλι καρκινοπαθούς που κάνει χημειοθεραπεια. Παντού τσιμέντο και τούφες – τούφες πράσινο μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Με αρρώστησε. Το τοπίο ήταν βιασμένο. Ο τόπος ήταν βιασμένος. Όση ώρα στεκόμουν εκεί, απο κάτω ο κλασσικός γύφτος διατυμπανούσε τα λουλούδια του. Ανάμεσα στα “ορτανσίες, ζουμπούλια, σκυλάκια έχω” τον ακούω να κάνει πονηρά “γεια σου μαράκι όμορφο...”, έκλασα στα γέλια.

Έψαχνα μια γωνιά να κατουρήσω όταν ακούω απο ένα καμαράκι φύλακα “εισιτήριο έχετε κύριε?”. Πλησιάζω, βλέπω ένα σάπιο γέρο με σάπια δόντια σάπια μάτια και σάπιο στυλάκι. Τον πλησιάζω αργά, βγάζω το απόκομμα απ την τσέπη , αυτός απλώνει το χέρι, κάνει να το πιάσει το τραβάω, του γελάω. Λέει κάτι μέσα απ τα δόντια του, τελικά του το δίνω. Το κοιτάζει, “γιατί έχετε ελεύθερη είσοδο κύριε?”, είμαι επίτιμος προσκεκλημένος της Μέρκελ, λέω, ήρθα να δω αν έχετε γυαλίσει τα πόμολα. “Άσε τα καλαμπούρια φιλαράκο” κάνει βαριεστημένα τσατισμένος, η μυτάρα του είναι κατακόκκινη απ' τα ξύδια, μοιάζει αμυδρά με το Μπουκόφσκι. “Δεν νομίζω πως σας έδωσα το δικαίωμα να μου μιλάτε στον ενικό” του γυρίζω με ύφος αρχιπαππά σε λειτουργία, “κύριε”. Τσιμπάω το εισιτήριό μου με τουπέ και φεύγω. Στο σημείο που το κρατούσε ο λίγδας τώρα υπάρχει μια λιπαρή, μαυροκαφέ μουτζούρα. Το πετάω και συνεχίζω τη βόλτα μου.

Κάποτε βαρέθηκα, κατηφορίζω για πιο κεντρικά. Αράζω σε ένα τσιπουράδικο Μοναστηράκι κοντά πλατείας κλεπταποδοχικών, ξέρεις, αυτή με τις αντίκες. Ότι μαλακία μπορείς να φανταστείς. Κοιτάζω ένα ταλαιπωρημένο σαξόφωνο κρεμασμένο ηλιθιοδώς απο ένα γάτζο. Δίπλα μου δυο χιπστεράδες τσεκάρουν ένα τηλέφωνο που έχει τα τριπλάσια χρόνια τους και κατα πάσα πιθανότητα δεν δουλεύει καν. Ρωτάνε πόσο. 80 τους λέει. Κοιτιούνται, κάτι ψιθυρίζουν συνωμοτικά, βγάζουν πορτοφόλια, λένε έχουμε 60. Εντάξει τους κάνει ο άλλος, δικό σου. Ιησούς χριστός νικά.

Το παιδί που δουλεύει το μαγαζί είναι πολύ αλάνι. Μου φέρνει ουζάκι, παίρνει τη μπύρα του αράζει στο τραπέζι μου και τα λέμε μια ψιλή. Μάγειρας είναι λέει, είχε προβλήματα, είναι απο τη Ζάκυνθο, είχε πέντε χρόνια σχέση σόγαμπρος λέει, βγάζει χίλια το μήνα λέει, δεν πιστεύω λέξη. Τα μπράτσα του σκαμμένα, τα μούτρα του ξούρα. Όταν ήταν μικρός ήταν γραμματιζούμενος λέει, διάβαζε βιβλία. Θυμάται μια ιστορία που η ηρωίδα ζούσε σε μια σοφίτα και έγραφε ημερολόγιο. Πόσο χρονών είσαι, του λέω, 23 μου κάνει.

Πίνω τρία ουζάκια, το αλάνι τα γεμίζει μέχρι απάνω, μεθάω. Μπροστά μου παρελαύνουν ιστορίες για αγρίους. Δυο πρεζάκια αγκαλιά, ζούνε το φαρμακομένο τους έρωτα. Δυο θείες αγγαζέ με ένα παχουλό παιδί που κρατάει 3 μεγάλες τσάντες και ζητάει συνέχεια να του πάρουν κάτι, αυτές δεν του χαλάνε χατίρι. Μια θεία ντυμένη σαν ματνάμ του '30, καπελαδούρα με φτερό, γούνα παλτό, διαστημικά γυαλιά, προφυρό κραγιόν στα γερασμένα χείλια, οι άκρες κάνουν τόξο προς τα κάτω. Αγκαλιά της ένα διστυχισμένο ποντικόσκυλο, τα μάτια του παρακαλάνε “σκοτώστε με”. Τρείς καφρομεταλλάδες μιλάνε για ξύλο, κλέφτες πλασάρουν μούφα iphone, μπάτσοι κοζάρουν με στυλ.

Μια θεία 40φεύγα κάθεται στο τραπέζι μου, λέει γεία σου ομορφόπαιδό, τσιμπουκάκι 12 ευρώ. Μου χαμογελά με τρία δόντια, το στόμα της οχετός, και γώ το μόνο που καταφέρνω να σκεφτώ είναι γιατί 12 και όχι 10, να ναι στρογγυλό. Τώρα αυτό είναι καλό ή κακό μάρκετινγκ? Όχι ευχαριστώ λέω, είμαι παντρεμένος και σηκώνω την παλάμη μου. Γελάει, μου λέει έχεις τσιγάρο? Της δίνω, την ανάβω. Κερνάς ουζάκι, λέει? Κοιτάζω τα ψιλά στην τσέπη μου. Βγαίνω. Κάνω σήμα στο αλάνι, φέρνει τα ποτήρια με το θωλό υγρό και μπανίζει την κυρία με σμιγμένα τα φρύδια. Του κλείνω το μάτι αλλά φοράω γυαλιά και δεν το βλέπει. Στη υγειά σου ομορφόπαιδο μου λέει η πόρνη, τσουγκράμε. Το κατεβάζει όλο, καπνίζουμε σιωπηλοί. Καίγομαι να τη ρωτήσω γιατί 12 και όχι 10, πάνω που μαζεύω το θάρρος σηκώνεται και φεύγει χωρίς να πει λέξη. Παρακαλώ, ψιθυρίζω.

Ώρα 7. Αραδιάζω τα ψιλά μου στο τραπέζι, αφήνω ένα πενηντάλεπτο κάτω απο κάθε ποτήρι. Χαιρετάω το αλάνι δυο φορές μα δεν γυρνά επίτηδες. Γυρίζω και μαζεύω τα πουρμπουάρ, τραβάω για Θησείο.

Ο ουρανός συννεφιασμένος αλλά δε μασάω. Στήνω το όργανο, κάθομαι στη γωνιά και παίζω. Πω, μάγκα, είμαι κόκκαλο. Παίζω καλά όταν είμαι κόκκαλο. Έχω πωρωθεί, την έχω δει και την ακούω. Οι μελωδίες είναι εφιαλτικές αλλά ακαταμάχητες, οι νότες μου βγαίνουν σαν σφαίρες, είμαι εκεί, κρατάω τη φάση απ' τα μαλλιά και της χτυπάω τα κωλομέρια, είμαι ο μαν.

Έχω λυγίσει προς τα κάτω. Έχω μαζέψει πλήθος γύρω μου. Τα φράγκα πέφτουνε βροχή στο μικρό κασελάκι. Τώρα πουστιά θα μου πεις -και είναι- αλλά το κασελάκι μου είναι τέτοιο που αν ρίξεις το κέρμα απο ψηλά θα αναπηδήσει και θα κυλήσει απ' έξω. Θα διορθωνόταν εύκολα με ένα μαλακό πανί αλλά γουστάρω να σας βλέπω να κυνηγάτε τα δίευρα στην άσφαλτο κουφάλες. Με διασκεδάζει.

Άρχισε μπόρα, αλλά έχω ήδη κατεβάσει καταιγίδα και δε δίνω δεκάρα. Βάζω την κουκούλα, σηκώνομαι όρθιος να πάρω κλίση προς το όργανο μη βραχεί πολύ. Δεν σταματάω, ρίχνω κεραυνούς, αν σταματήσω θα σταματήσει να περιστρέφεται η γη. Ένας τουρίστας ρίχνει -κλινκ!- κάτι ψιλά, λέει στον δίπλα του “Man, dude's crazy!” χαμογελάω στο τσιμπούκι χωρίς να ανοίξω καν τα μάτια. Όταν παίζω είμαι τυφλός. Έχω μουσκέψει άσχημα, ρίχνει καντάρια και το όργανο άρχισε να βρέχεται επικίνδυνα, έχει πάρει νερό και η θήκη. Μαζεύω όπως-όπως, ψάχνω υπόστεγο, λύνω το όργανο και γυρίζω στο μαγαζί.

Το φιλαράκι είναι εκεί, έχει δουλειά το μαγαζί. Φιλιόμαστε σταυρωτά τρείς φορές όπως κάνουνε τ'αδέρφια. Μου βάζει κονιάκ, η σερβιτόρα μου δίνει στεγνή μπλούζα. Είναι ροζ και γράφει “Hello Kinky”. Ο αφεντικός πίνει τσίπουρο-ρεντ μπουλ στη γωνία παρέα με κάτι σένια γκομενάκια. Δίπλα μου μια τσατσά και ένα πανύψηλος φαλακρός ο οποίος υποπτεύομαι πως μου την πέφτει.

Το μαγαζί είναι να κλείνει σε μια βδομάδα και η κάβα είναι για κλάματα. Ο μπάρμαν φτιάχνει σανγκριές με κρασί της παρέας και γεμίζει παραγγελίες Jameson με Haig και ότι άλλο βρεί μπροστά του. Κόβει για μεζέδες μαραμένα καρότα και σάπια αγγούρια, δίνει ρακί με λεμονάδα αντί για τεκίλες, φτύνουμε μέσα στους καφέδες. Είναι όλοι στα αρχίδια τους και πίνουμε σαν πούστηδες, γελάμε σαν τρελοί. Ο αφεντικός γελάει δυνατά και λέει “θα μου το κλείσετε μαλάκες το μαγαζί!”.

Πιάνω κουβέντα φιλοσοφική με το φαλάκρα, αρχίζουμε τα ούζα. Μου λέει έχεις μέσα σου το δαίμονα, μα βάζεις στόχους μεγάλους και θα δυστυχήσεις. Λέω γιατί? Γιατί είναι άπιαστοι μου λέει. Δες το φίλο σου, είναι σαν εσένα αλλά είναι ευχαριστημένος μ'αυτό που έχει, δεν στοχεύει στη στρατόσφαιρα. Εσύ κυνηγάς μύλους, και στο τέλος θα σε αλέσουνε. Όλα έχουν το τίμημά τους.

Βγάζει ένα βιβλίο χιλιοσημειωμένο, δεν μπορώ να ανακαλέσω το όνομα του συγγραφέα, κάποιος αρχαίος. Ψάχνει και μου δίνει να διαβάσω. Λέει αυτοί που έχουν μέσα τους το δαίμονα πολλές φορές στο κρασί και τη ρακί βυθίζουν το κεφάλι τους να ησυχάσουν, μην ξέροντας πως ησυχία δεν θα βρούν ποτέ. Μόνο στη συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασης θα γνωρίσουν πλήρωση.

Βγάζω απο την τσάντα μου ένα βιβλιαράκι με ποιήματα ενός ρώσου αλκόλα μηδενιστή, 'τσο & 'λο απ' την αρχή ως το τέλος, του γράφω αφιέρωση “Έχεις δίκιο καλέ μου φαλάκρα αλλά πολλές μαλακίες για μια μέρα και δεν αντέχω άλλο. Στην υγειά σου.” και του το χαρίζω. Δακρύζει, με φιλά γλυκά στο μέτωπο. Πάω στη χέστρα, ξερνάω.

Έντεκα παρά και είμαι κόκκαλο, δεν βλέπω μπροστά μου. Βγάζω τα ψιλά να πληρώσω, το μαντήλι ανοίγει, πέφτουν όλα κάτω και σκορπίζονται σε ακτίνα 5 μέτρων. Πανικός, αρχίζουμε μαζεύουμε. Μαζέψαμε ένα τριαντάρι, λέω μου φτάνει, όσα βρείτε πορμπουάρ. Ο τσίπουρο-ρεντ μπουλ με κερνάει ένα τσίπουρο-ρεντ μπουλ, το πίνω κούπα, φορτώνομαι τα πράγματα και φεύγω. Σφυρίζω για ταξί όπως κάνουν στις αμερικάνικες ταινίες. Δεν πιάνει. Σηκώνω χέρι. Πιάνει. Σταθμό Λαρίσης φίλε.



~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~~ ~ ~ ~~~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~



Το τρένο είναι φίσκα. Στη θέση δίπλα μου κάθεται μια ομορφούλα, Πηνελόπη τη λένε και σπουδάζει σαλόνικα ψυχολογία. Της αρέσει ο Tom Waits, τον έμαθε απο το Dead and Lovely. Της δίνω να ακούσει όλο το σιντί Alice απο το mp3 μου όσο καπνίζω στο ενδιάμεσο των βαγονιών.

Παρέα μου στο καπνιστήριο ένας Λαρισαίος cyberpunk με πορτοκαλί μοικάνα και πολύ φατσούλα, ένας πορτιέρης απο την Κοζάνη με τατουάζ περικεφαλαίες και μαιάνδρους και ένα ζευγάρι τσιγγάνων, όχι πάνω απο 18. Η μικρή είναι με την κοιλιά τούρλα και πονάει. Ο δικός της την κοιτάει με βλέμμα απελπισμένο, πάνε στο Βόλο στη θεία του που είναι μαμή να την ξεγεννήσει, το νοσοκομείο δεν τους παίρνει γιατί δεν έχουνε χαρτιά. Ο φασίστας τους κοιτάει περίεργα, τον κοιτάω σε φάση δεν με ενδιαφέρει ποιος είσαι και τι κάνεις φίλε, δικαίωμα και γούστο σου αλλά ούτε που να το σκέφτεσαι. Θα καπνίσουμε και θα γελάσουμε και μέχρι εκεί. Τον κερνάω τσιγάρο, χαμογελάει και με βαρά στον ώμο. Ωραίο τυπάκι. Μπέιμπι φέις και στρογγυλός, πολύ συμπαθής.

Το ανήλικο soon-to-be-family ζεύγος έχει στρώσει κουβέρτες στο πάτωμα αλλά μπάζει νερό και κρύο απο παντού, η μικρή κλαίει. Λέω στον τσιγγάνο έλα να βάλουμε την κοπέλα στη θέση μου γιατί δεν την βλέπω καλά εδώ. Τη βολεύουμε μέσα, με φιλάει σταυρωτά και λέει ευχαριστώ. Λέω στην Πηνελόπη να τη φροντίσει, την κερνάει μπισκότα και νερό, αρχίζουν συζήτηση, γελάνε. Η διαφορά φάσης είναι μεγάλη αλλά διάολε, στο κάτω-κάτω είναι απλώς δυο κοριτσάκια.

Κουκουλώνομαι, σφίγγω το κασκόλ, σηκώνω το πέτο του παλτού, βάζω στα ακουστικά Μάλαμα και αράζω σε μια γωνιά δίπλα στην πόρτα μπας και καταφέρω να κοιμηθώ. Ο πάνκης και ο πορτιέρης μιλάνε για γκόμενες και γελάνε. Όλα είναι καλά. Όλα είναι κα-

-ξυπνάω μες στον πανικό, δίπλα μου η τσιγγάνα ξαπλωμένη, απο πάνω της 5 άτομα να φωνάζουν σαν τρελοί και να της δίνουνε σφαλιάρες και νερό. Πίσω μας μια θεία κλαίει. Σηκώνομαι, πιάνω τον πάνκη λεω τι σκατά, λέει δεν ένιωθε καλά, βγήκε να πάρει αέρα και λιποθύμησε. Τη σηκώνουμε όρθια, βγάζω το παλτό, τυλίγο το κορμάκι όπως όπως, τη δίνω αγκαλιά στον δικό της και την πάμε πάλι μέσα.

Ξαναβγαίνω, ανάβω τσιγάρο, τα χέρια μου τρέμουν, μου πέφτει. Ο πορτιέρης λέει φώναζα στον ύπνο μου. Ανασηκώθηκα λέει και άρχισα να ουρλιάζω, τον κοίταξα στα μάτια και ξανακοιμηθηκα. Λέω έχω μέσα μου ένα δαίμονα, μάλλον δεν σε συμπάθησε. Λέει επειδή είμαι χοντρός? και γελάει. Λέω επειδή είσαι Τοξότης, δεν ταιριάζετε.

Για ύπνο ούτε λόγος πια. Κερνάμε ο ένας τον άλλο τσιγάρα με τη σειρά μέχρι να αδειάσουν τα πακέτα. Ο πάνκης ντάβιντοφ (ε μα..), ο πόρτας κάμελ, ο τσιγγάνος μάλμπορο και εγώ καρέλια. Μιλάμε για οικογένειες, για γυναίκες, για όνειρα και για καρδιές κουρέλια. Για χρόνια δύσκολα, για αίμα στα χέρια και πόνο. Για υπομονή, για κουράγιο και ελπίδα.
Ο πόρτας έχει δυο μικρά παιδιά, μας δείχνει φωτογραφίες. Η μπέμπα έχει μια σπάνια ασθένεια στο αίμα και παίρνει φάρμακα απο τα γενοφάσκια της. Ο πάνκης είναι hacker, ή crasher όπως θέλει να λέει αν και δεν κατάλαβε κανείς μας τη διαφορά. Μαζεύει λεφτά για MIT αλλά είναι μεγάλος πια, δεν θα τον πάρουνε. Ο daddy στα χωράφια, στα καπνά και στα φρούτα. Σκληρή δουλειά αλλά κάπως πρέπει να τη βγάλει. Η γυναίκα του καθαρίζει σπίτια. Είναι μαζί απο τα 14 και αγαπιούνται, πράγμα πραγματικά σπάνιο και ευτυχές σε τέτοιες περιπτώσεις. Πάνε και οι δυο σχολείο για να πάρουν τα χαρτιά. Ώρες ολόκληρες μιλούσαμε, καφέδες και τσιγάρα και γέλια και συγκαταβατικά χτυπήματα στην πλάτη.

Ποιές οι πιθανότητες ε? Ένας φασίστας πορτιέρης, ένας ανήλικος τσιγγάνος μπαμπάς, ένας πάνκης crasher και εγώ να μιλάμε σαν να κάναμε μαζί θητεία, να ανοίγουμε τις καρδιές μας χωρίς φόβο. Άμα βρισκόμασταν οπουδήποτε αλλού δεν θα κοιτιόμασταν καν στα μάτια. Το ταξίδι μας βρήκε και μας ένωσε, συντρόφευσε αντίθετα στοιχεία και άφησε τις ακραίες διαφορές μας στην άκρη.

Ένας γιατρός απο το διπλανό βαγόνι έχει προσεγγίσει την τσιγγανούλα, λέει θα τους κατεβάσει Βελεστίνο και θα τους πάει στην κέντρο υγείας, είναι μεγάλο κεφάλι και δεν θα χουνε πρόβλημα. Τα παιδιά φοβούνται αλλά δεδομένης της κατάστασης δέχονται. Τους χαιρετάμε, αγγαλιαζόμαστε, ο πόρτας βάζει στην τσέπη της μικρής ένα δεκάρικο και τη φιλα στο μέτωπο, δίνουμε στον μικρό απο δυο τσιγάρα ο ένας.



Μια ζωή ζήσαμε μαζί σε μία νύχτα, σε μια παγωμένη και βρώμικη γωνιά ένα επί ένα, ανάμεσα στα βαγόνια του τρένου, καπνίζοντας στη ζούλα ο ένας τα τσιγάρα του άλλου. Πότε ήμουνα Αθήνα? Ποιος χάζευε τα μάρμαρα? Ποιος έπαιζε στη βροχή? Ποίος ήμουν χτες, δεν ξέρω. Ο ήλιος βγήκε και πιάνουμε σταθμό στο Βόλο. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, ολομόναχοι απ' το ξεκίνημα, ολομόναχοι και στην Ιθάκη. Ο πόρτας θα αγκαλιάσει τα παιδιά του, ο πάνκης θα βρει τον εαυτό του. Η μικρή θα κάνει ένα όμορφο και γελαστό μωρό, θα κλάψουν και οι δυο από χαρά. Και εγώ θα είμαι η τσίχλα στην άκρη του ξύλου, που πιάνει τα κέρματα που φύγαν στον υπόνομο.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Μπου-χου

Είπα θα φύγω, είπα θα μείνω, είπα ποτέ δεν ξαναπίνω μα να 'μαι πάλι στο ίδιο σπίτι να γράφω στο ίδιο γραφείο να κοιτάω απ' το ίδιο παράθυρο τον ίδιο γαμημένο δρόμο και να έχω χάσει το τελευταίο μου τάλιρο στο ίδιο πρακτορείο ΚΙΝΟ που χάνω τα τελευταία μου ψιλά εδώ και χρόνια. Και θέλω να πιώ. Θέλω να πιω όλη τη Μεσόγειο, όλο το Λιβυκό πέλαγος αλλά δεν έχω φράγκο, έμεινα μυστηριωδώς ταπί μετά απο μια ξεφτιλισμένη νύχτα στα γενέθλιά μου. Τα 'χασα? Με κλέψανε? Τα χάρισα σε κάνα γυφτάκι? Άγνωστο. Το μόνο που ξέρω είναι πως ξύπνησα ελαφρώς δαρμένος στο κρεβάτι μου αγκαλιά με μια κατσαρόλα φακές, δίπλα μου δυο μπουκέτα τριαντάφυλλα και δυο κλειστά πιτόγυρα με διπλή πίτα, παγωμένα σε σημείο γατοτροφής.

Κουλάντρισε το πιώμα σου λίγο ρε φίλε. Σ'έχω καταλάβει εσένα, όταν είσαι νηφάλιος είσαι ήρεμος μα λίγο να πιείς τα βάζεις με όλο τον κόσμο, ψάχνεσαι συνέχεια για τσαμπουκά.”
Αράζαμε στα πεζούλια του πάρκου κουτσοπίνοντας κρασί. Φθινόπωρο, μαύρος και άραχλος Νοέμβρης, μουντός, υγρός και καταθλιπτικός.
Δεν είναι αυτό το θέμα του ρε. Ο Ορφέας γίνεται μουνί μόνο με αυτούς που του φέρονται σα μουνιά. Εμείς ας πούμε γιατί δεν έχουμε τσακωθεί ποτέ?” του αντιγυρίζει ο άλλος.
Τι να σου πω.. δώστου λίγο χρόνο.” είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού.
Πάντως μια μέρα θα σε βρούμε σφαγμένο μ'αυτά που κάνεις. Και είναι κρίμα.”


Η μουσική δεν βοηθάει. Όσα με τρώνε κραυγάζουν και ο αντίλαλος μου σκίζει το κρανίο. Διάολε, στροβιλίζονται πλεγμένα με αγχωμένες μελωδίες και ένα πραγματικά σατανικό flashback απο τα μεγαλύτερα λάθη και τις καλύτερες στιγμές των τελευταίων μηνών. Σαν ένα κακόγουστο βίντεο γάμου ή μια επικήδειος, ή και τα δυο μαζί, μαγειρεύουν μια καταιγίδα στο στήθος μου και νιώθω έτοιμος να σκάσω.

Δεν τα νιώθω αυτά που γράφεις, δεν τα πιστεύω. Δεν έχουν νόημα, δεν έχουν να μου πούνε κάτι. Δεν έχουν να μου δώσουν κάτι.” μου λέει.
Είναι η φωτογραφία ρε. Η αίσθηση της όλης κατάστασης. Δεν θέλω να σου δώσω μαθήματα ζωής, θέλω να δείς μέσα απο τα μάτια μου.”
Πόσο καιρό είχαμε να βρεθούμε? Πάντα μου άρεσε αυτό το ρακάδικο, βγάζει κάτι παλιό, γιαγιαδίστικο. Πάντα μου άρεσε και αυτή. Έχει δίκιο και το ξέρει πως το ξέρω αλλά δεν μπορώ να αφήσω τα παιδιά μου ανυπεράσπιστα, και ας είναι εκτρώματα. Με κοιτά χαμογελώντας πονηρά.
Μ'αυτό το ζιβάγκο που φοράς μοιάζεις με αποτυχημένο συγγραφέα.”
Γελάω. Μου γελάει και αυτή.
Όχι κάτσε, τι λέω, αφού είσαι αποτυχημένος συγγραφέας!”

Το ανέχεσαι όσο μπορείς διάολε, μετά περνάς σε πιο πρωτόγονες μεθόδους και ξεσπάς στα έπιπλα. Όταν βλέπεις οτι δεν σε παίρνει άλλο απο μεριά φυσικής κατάστασης συμβιβάζεσαι, ΖΕΝ, θα ηρεμήσω, ανάσες. Βάζεις μια ταινία και κοιτάς την οθόνη υπνωτισμένος σαν παιδάκι που βλέπει teletubies, μάτια κολλημένα αλλά out of focus λες και έχεις πέσει μέσα σου, το μυαλό πετάει. Να διαβάσω ενα βιβλίο. Το ανοίγεις, βρίσκεις τη σελίδα μα τα γράμματα χορεύουν, παραιτήσαι αμέσως, λες θα κοιμηθώ. Ξαπλώνεις, κουκουλώνεσαι και κλείνεις τα μάτια, συγκεντρώνεσαι στο σκοτάδι. Πάλι η γαμημένη επικήδειος πετάγεται απο το πουθενά και σου πυρώνει την παρεγκεφαλίδα. Τινάζεις τα παπλώματα, φωνάζεις, σφίγγεσαι. Να πα να γαμηθούνε όλα, βγαίνεις βόλτα.

Τι βόλτα? Που βόλτα? Τα 'χω περπατήσει χίλιες φορές. Δεν τα αντέχω τα ίδια τοπία, τους ίδιους δρόμους, την ίδια θάλασσα, το ίδιο τσιμέντο.

Αλλά δεν είσαι έξω για να δείς τη θέα. Προσπερνάς περαστικούς χωρίς καν να τους κοιτάξεις, έχεις μπεί στον αυτόματο. Περπατάς γρήγορα, βιαστικά, θες να ξεφύγεις απ΄το Ζόφο, το καταραμένο μαύρο σύννεφο. Κάθε βήμα είναι μια μικρή νίκη, τον νιώθεις να μένει όλο και πιο πίσω.

Κάνει κρύο. Βρέχει. Καθώς ιδρώνεις ηρεμείς, μα δεν τολμάς να πας πιο αργά, το κτήνος μπορεί να σε προλάβει. Μπαίνεις στο κέντρο. Περνάς έξω απο μαγαζιά και βλέπεις τους χαμογελαστούς μέσα, στα ζεστά, καλοντυμένους να απολαμβάνουν ήρεμα το ποτό τους συζητώντας χαλαρά με την παρέα. Διαβάζεις με ζήλια την πλήρωση στα πρόσωπά τους και στο μυαλό σου έρχεται το αιώνιο ερώτημα. Διάολε, γιατί δεν μπορώ να το κάνω και εγώ αυτό? Που είμαι λάθος. Τι έχουν αυτοί που δεν έχω εγώ? Τι έχω εγώ που δεν έχουν αυτοί?

Έχουν υπομονή σπόρε.”.
Καλοκαίρι σε κάποιο νησί του Αιγαίου αραγμένοι στο καπό του Lada με κρύες μπύρες στα χέρια. Μπροστά μας απλώνεται γαλάζιο βαμμένο κόκκινο απ' το ηλιοβασίλεμα.
Και ξέρουν που τους παίρνει.” συνέχισε.
Αυτό είναι το μόνο πράγμα που ξεχωρίζει τους μίζερους απ' τους ευτυχισμένους. Πάνε μέχρι εκεί που ξέρουν, κι όταν βλέπουν τα σκούρα δεν πιάνουν τα σεα.”
Πήρε μια τζούρα απ' το τσιγάρο του και μου είπε μέσα απο ένα καπνισμένο, κίτρινο χαμόγελο, “Ζούνε μέσα στη φούσκα τους. Κρατάνε όσα τους κάνουν χαρούμενους και πετάνε όσα δεν γουστάρουν. Τη γεμίζουν με ανθρώπους και ρούχα και μαλακίες και...” έκανε μια χειρονομία σαν να προσπαθεί να εξηγήσει το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο, “...ζούνε.”

Προσπερνάς τα ρακάδικα, βλέπεις τον εαυτό σου μέσα πριν απο καιρό, να πίνει μαζί με φίλους που έχεις να δεις απο τότε. Οι μισοί τώρα πια απλά σε χαιρετάν ευγενικά, κάποιοι άλλοι σε ψάχνουν,και όχι για καλό. Βγαίνεις στην πλατεία. Κάποιοι γνωστοί κάθονται στα σκαλοπάτια, πλησιάζεις. Ξέρεις τους δυο, δίνεις το χέρι στον πρώτο μα αυτός δεν γυρίζει καν να σε κοιτάξει, μένεις με τη χειραψία μετέωρη. Το ξέρεις πως το αξίζεις γιαυτό και σκας. Πας στον δεύτερο, λες δυο πίπες και φεύγεις κυνηγημένος.

Δρόμο, δρόμο, δρόμο, πιο γρήγορα, αφέθηκες και τώρα νιώθεις την ανατριχίλα στο σβέρκο σου καθώς σε ζυγώνει. Δεν περνάς απ' του Μανώλη, δεν ξέρεις τι σε περιμένει και δεν ξέρεις τι τον περιμένει και αυτόν. Δεν είσαι καλή παρέα σήμερα. Σκέφτεσαι τους χαμογελαστούς. Σκέφτεσαι τη Φούσκα, πόσες φορές προσπάθησες να τη φουσκώσεις και πόσες φορές την έσκασες σχεδόν επίτηδες. Κάποιες φορές δεν χωρούσες, ασφυκτιούσες και την έκανες κομμάτια πάνω στη μάχη σου να ανασάνεις. Κάποιες άλλες δεν σε χωρούσε αυτή, ένιωθες παράταιρος, σαν ξένο σώμα και σε έφτυσε. Μονίμως ανικανοποίητος.

Πάμε, τους τα λέμε, τους τα παίρνουμε και φεύγοντας τους πηδάμε και τις γκόμενες. Αυτή είναι η φάση φίλε. Τι κάθεσαι και σκας για το φλώρι?”.
Βρώμικο δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου στα Εξάρχεια βγαλμένο απο μυθιστόρημα του Μπάροουζ. Έστρωνα γραμμές πάνω στην κιθάρα μου όσο ο άλλος τύλιγε ένα δεκάρικο. Παίζαμε σε μια ώρα.
Αυτός είσαι και αυτή είναι η ζωή σου. Αυτό κάνεις καλά και τελειώνει εκεί. Μπουκάρω σ'ένα μπαρ βρίσκω ένα φίλο, τσιμπάω ένα Τζακ και το κεφάλι σκύβω!” πηδάει πάνω στο κρεβάτι και αρχίζει να χορεύει μια βίαιη παρωδία καν-καν ουρλιάζοντας.
....και αν με χτυπάει αλύπητα η ράχη μου αντέχει! Κακό σκυλί..!”
Ξαφνικά κλωτσάει το πορτατίφ που εκτοξεύεται στον απέναντι τοίχο και τα κάνει όλα λίμπα. Ο γείτονας αρχίζει να βαράει απο δίπλα, τον ακούμε να φωνάζει “Κάνε ησυχία ρε πούστη μας γάμησες!”.
....ψόφο δεν έχει.” τελειώνει τη φράση του ψιθυριστά και κάνει να μαζέψει.
Ψόφο δεν έχει φίλε”.

Στρίβεις στην εκκλησία, τώρα είσαι κοντά στο σπίτι της. Κάθε φορά που περπατάς κάτι σε σπρώχνει προς τα κει και πλησιάζεις στα πούστικα, τάχα ασυνείδητα, κάνεις κύκλους γύρω απο τη γειτονιά σαν καρχαρίας, μα το ξες πως δεν θα πας. Ανοίγεις το βήμα, προσπαθείς να τη βγάλεις απ' το μυαλό σου. Δυο στενά πιο κάτω απο διαολεμένη σύμπτωση συναντάς μια φίλη της. Τελευταία φορά που την είδες χορεύατε μαζί. Τώρα σου κάνει επικρτικά και με υφάκι, σχεδόν απειλητικά
“Ορφέα? Τι λέει?”.
Σκάσε. Σκάσε. Μην πεις μαλακία. Σκάσε. Και αυτό το αξίζεις. “Τίποτα.” και συνεχίζεις το δρόμο σου.

Αναρωτιέσαι αν εκείνη την εποχή που τα ονειρευόσουν όλα αυτά για τον εαυτό σου είχες συνείδηση του τι πραγματικά είναι. Sex & Drugs & Rock & Roll, this is all my body wants τραγούδαγες και είχες φανταστεί αυτό τον κόσμο σαν ένα ατέλειωτο τσίρκο χωρίς να υπολογίζεις οτι όλα είναι απλά μια παράσταση, κάτι φτιαχτό και ψεύτικο, κάτι παροδικό. Μόλις πέσει η αυλαία και τελειώσει η μουσική είσαι γυμνός, και όταν το μυαλό σου ξεμουδιάσει μένεις βασανιστικά μόνος. Το μαγικό παραπέτασμα εξαφανίζεται και στέκεις σοκαρισμένος και άναυδος μπροστά στα συντρίμια.
Τι μένει? Τίποτα δεν μένει. Δεν αρκεί να 'σαι καλός σε κάτι, δεν είναι η δικαιολογία. Δεν κάνεις τίποτα αν δεν είσαι σωστός.

Το θέμα φίλε με τα αρχίδια”, μου λέει ενώ αράζει φαρδύς πλατύς και τεντώνει τα χέρια είναι πως κρεμόμαστε εδώ, κάτω απο τον λουστραρισμένο κοινωνικό φαλλό για κάποιο λόγο”. Θεσσαλονίκη. Κυριλέ με γλώσσα μπλέ και δυο Τσαχπίνες στο στομάχι, αραχτοί πάνω σε ένα τριπλό άσπρο καναπέ. Πάνβαρος, λάφυρο απ' τα σκουπίδια. Τον κουβαλούσαμε απ' τον Πύργο μέχρι το σπίτι στην Αγία Σοφία όλη νύχτα κάνοντας στάσεις για τσιγάρο. Το αστείο είναι πως τον αφήσαμε στην είσοδο και μας τον κλέψανε το επόμενο πρωί. “Βλέπεις, χωρίς τον κακό της ιστορίας ο γενναίος ιππότης θα μείνει για πάντα ένα αγροτόπαιδο με το πουλί στο χέρι.” Δέκα μέτρα δίπλα μας στα σκοτάδια μια παρέα είχε βάλει κάτω ένα κακόμοιρο και τον έλιωνε στις κλοτσιές. “Θα βρεθεί γίγαντας για τον ιππότης σου” του λέω, “υπάρχει αρκετό κακό σ'αυτό τον κόσμο. Εμείς τι κάνουμε?” Έκανε το κεφάλι πίσω, γέλασε. “Εμείς είμαστε δυο αρχίδια πάνω σε ένα καναπέ στη Ναυαρίνου. Πολύ κακοί για τους καλούς, πολύ καλοι για τους αδιάφορους και πολύ κόκκαλο για να μας νοιάζει. Και όπως όλα τα καλά αρχίδια, πάμε δυό-δυό!”

Αρχίδια.






Η βροχή δεν λέει να σταματήσει, τα πόδια μου πονάνε και είμαι μούσκεμα. Χώνομαι στα στενά της παλιάς πόλης, η σιωπή και το ημίφως μ' αγκαλιάζουν. Κάθε που μπαίνω στη γειτονιά νιώθω λίγο λιγότερο ξένος σ'αυτή την καρικατούρα μεγαλούπολης. Κάποιοι λένε πως είναι μια μικρογραφία της Αθήνας χωρίς τα καλά χαρακτηριστικά. Εγώ λεω πως είναι μια πόλη φτιαγμένη για χρήστες. Αν θες να ζήσεις εδώ ή πίνεις τον κώλο σου, ή καρβουνιάζεις τα πλεμόνια σου ή σνιφάρεις το θάνατό σου, ή περπατάς. Ώρες και χιλιόμετρα, τους ίδιους μπαρουτοκαπνισμένους δρόμους μέχρι να ιδρώσεις και να αφήσεις πίσω σου ό,τι κι αν σε κυνηγά.

Φτάνω σπίτι, τα Άγρια με περιμένουνε κάτω απο ένα αμάξι. Γκρινιάζουν, είναι και αυτά κρυωμένα και πεινασμένα. Μόλις ανοίγω την πόρτα μπουκάρουνε μέσα και πιάνουν τη θέση τους στο τελευταίο ράφι της παπουτσοθήκης. Κουρνιάζουνε το ΄να πάνω στ' άλλο και γίνονται μια τριχόμπαλα, ένα αυτί εδώ, ένα μάτι εκεί.

Τα γατιά μου γαμάνε. Κατάμαυρα και διαολεμένα, τα Άγρια, η Τσόντα και η Σπόντα. Δυο καφετιά χοντρόγατα, οι Φώκιες, ο ένας πια μονόφθαλμος. Και τα αφεντικά της γειτονιάς, δυο κάτασπρες τσαχπίνες, η μιά φουντωτή και η άλλη pure evil, νυχιάζει τους πάντες. Όταν ανοίγω την πόρτα σκάνε μύτη απο παντού με κλεισμένα μάτια και ματωμένη γούνα, τίγκα στις γρατσουνιές. Δεν έχει κονσέρβα και ραχάτι στον καναπέ, κάθε νύχτα είναι αγώνας για επιβίωση. Άμα βάλουμε τα γατιά μας να παλέψουμε, μάγκα, θα φάνε και εσένα και εμένα. Τα έχω δεί να γκανγκάρουνε μικρά σκυλιά και να τους παίρνουν τα κόκαλα. Όταν έρχετε η εποχή τους βγάζουνε κάτι φωνές λες και ανοίξανε οι πύλες της κολάσεως και οι σατανάδες πιάσαν τα όργανα. Δεν μ'αφήνουν να τ'αγγίξω ποτέ και δεν το επιδιώκω, ξέρω πως θα με ξεσκίσουν. Τα ταίζω και τα βάζω μέσα όταν κάνει κρύο, και αυτά γουργουρίζουνε στη γωνία τους και μου ανοιγοκλείνουνε τα μάτια σαν ευχαριστώ.



Ο Ζόφος έμεινε πίσω.

Ηρέμησα, και τα πράγματα μέσα μου μπήκαν σε κάποια τάξη. Πιάνω τον εαυτό μου φορές φορές να μου χαιδεύει πατρικά τα μαλλιά και να λέει με ζεστή και ήρεμη φωνή, σαν αναστεναγμό, “Αχ ρε Ορφέα, πάλι πουτάνα τα 'κανες...”. Μετά ακολουθεί μια εξίσου πατρική σφαλιάρα στο κεφάλι, σαν αυτές που μας δίναν όταν βρίζαμε στο κυριακάτικο τραπέζι. Πάλι πουτάνα τα 'κανα.

Διάολε. Πολλά δάκρυα, πολλά λόγια. Πολλές λάθος κινήσεις και πολύ κατάχρηση. Πολλά που έκανα και δεν θυμάμαι, κι άλλα τόσα που έκανα και θα 'θελα να μη θυμάμαι. Είναι αυτό το κομβικό σημείο, αυτή η λεπτή, κόκκινη γραμμή που πέρασα και πλέον δεν υπάρχει κάποιος αρκετά καλός συνδυασμός λέξεων για να κατευνάσει τα μίση, δεν υπάρχουν αρκετά ουσιώδεις πράξεις για να απαλύνουν τον πόνο.


Ε και τι έγινε?” γέλασε πίσω απ' το αιώνιο, γκρίζο του μούσι. Καθαρίζαμε το κτήμα απ' τα χαράματα, το λιοπύρι μας είχε χτυπήσει και ξαποστέναμε κάτω απο τον ίσκιο μιας ελιάς. Είχαμε φτιάξει αποβραδύς φασολάκια και τα 'χαμε φέρει μαζί μας μεσα σε δυο μεγάλα βάζα. Όλα τα υλικά ήταν απο τον κήπο και εγώ ήμουν κατάκοπος, δεν έχω απολαύσει γεύμα τόσο πολύ.
Έτσι γίνεται στη ζωή. Για να κερδίσεις κάτι, πρέπει να χάσεις κάτι.”
Άνοιξε το ένα βάζο και πήρε μια μεγάλη κουταλιά.
Αλλά και αντίστροφα. Δεν χάνεις τίποτα χωρίς να κερδίσεις κάτι άλλο.”
Δεν θυμάμαι γιατί του γκρίνιαζα. Αν κρίνω απο την εποχή δεν πρέπει να ήταν κάτι σημαντικό.
Όλοι γονατίζουν, θα γονατίσεις και εσύ. Μα μη μείνεις έτσι για περισσότερο απ' όσο χρειάζεσαι για να ξανασηκωθείς. Όταν έρθει η ώρα προχώρησε, και φτιάξε απ' τα συντρίμμια.”

Δεν είχε κι άδικο ο γέρος. Η συνειδητοποίηση μπορεί να είναι βραδυφλεγής αλλά η έκρηξή της στην πραγματικότητά έχει πάντα την ίδια ισχύ..

Δυστυχώς ή ευτυχώς όταν πλέον καταλαβαίνεις τι πραγματικά πήγε στραβά και που ήσουν λάθος είναι πολύ αργά.
Μα κρίνεται ο χαρακτήρας σε τέτοιες στιγμές, που ανακαλύπτεις πως μπορείς να αλλάξεις κάτι ουσιαστικά ακόμα κι αν αυτό δεν πρόκειται να διορθώσει τίποτα απο όσα έχουν ήδη γίνει.

Μπου-χου. Είμαι ο κάκιστος και μου αξίζουν όλα αυτά. Μπου -φάκιν-χου. Και ξανακυλάς.


'Ή σηκώνεσαι, κι αρχίζεις να προχωράς ξανά.

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Ωραία μέρα για καβγά στο Ελ Πάσο

Ε, δεν άντεξα.
Περπάτησα όλη την πόλη, δρόμους, παράδρομους, πεζόδρομους, στενά, πήγα σε πάρκα, παραλίες,  ήπια καφέδες, πορτοκαλάδες, κάπνισα τσιγάρα, πήρα τηλέφωνα, πήγα επίσκεψη να δω το γάτο μου, τσάταρα, διάβασα κόμιξ, βιβλία, εφημερίδες, είδα ταινίες, επεισόδια, ζωγράφισα, έτρεξα (ψόφησα), τραγούδησα, έπαιξα, έκανα, έρανα μα στο τέλος δεν άντεξα, εφτά και μισή άνοιγα την πόρτα της Λακούβας, ένα λεπτό μετά γέμιζα το σφηνάκι ρακί, πέντε λεπτά μετά θυμήθηκα γιατί συνηθίζω να πίνω τον κώλο μου.

Γιατί είναι εύκολο.

Δερ γιου γκο! Όλη η ιζηματική φιλοσοφία του χρήστη στα χέρια σας, χωρίς σάλτσες, φρου-φρου και αρώματα. Ούτε προβλήματα έχεις, ούτε ανάγκη το 'χεις, ούτε θα πάθεις και τίποτα αν δεν πιείς. Απλά δεν μπορείς να διαχειριστείς την πραγματικότητα και χρειάζεσαι το κάτιτις σου για να σταματήσουν να φαίνονται όλα βουνό. Κάνεις μια κλαπ και όλα είναι αστεία, και εσύ ζεις σε ταινία, τα εξάσφαιρά σου έχουν σκαλιστές λαβές από φίλντισι, τα σπιρούνια σου κουδουνίζουν σε κάθε σου βήμα και σήμερα είναι μια ωραία μέρα για καβγά στο Ελ Πάσο.


                                                                                                   *  *  *



Στο μπαρ δυο φαλάκρες και ένας μεσήλικα σκουλαρικάκιας, δεξιά μια παρέα, ένας μακρυμάλλης μεσήλικας με δυο γκομενάκια. Χαιρέτησα το Νίκο, κάθισα δίπλα στους άλλους. Ο Μεσήλικος Σκουλαρικάκιας έκανε λίγο πιο δίπλα να χωρέσουμε. Ωπ? Ο ένας φαλάκρας είναι ο Σταμάτ'ς. Που σαι ρε Σταμάτ'? Χρόνια και ζαμάνια. Σαλόνικα ήσουν, για δουλειά? Σώπα. Τι λέει μάγκες? Όλα καλά? Μια χαρά.

Ακριβώς απέναντί μου κολλημένο στο ψυγείο ένα σκιτσάκι μ'ένα τυπάκι που φοράει τουτού σ'ενα μπαρ και λέει “εμείς οι χορεύτριες πρέπει να κάνουμε τρεις ώρες στη μπάρα καθημερινά”. Ας αρχίσουνε τα όργανα λοιπόν και θα σας χορέψω τσιφτετέλια. Ρακί. Πόσο την έχεις?

Για τι μιλάνε? Δεν έχω καμία όρεξη να μιλήσω. Θέλω απλά να πιώ. Ίσως να πετάω και καμιά μαλακία που και που, να φαίνομαι ψαγμένος και μυστήριος. Πόσα φράγκα έχω? Πόσο την έχει τη ρακί είπε? Μπαίνει μέσα ένας ασπρομάλλης μεσήλικας, δεν λέει τίποτα, κάθετε μόνος του σ'ένα τραπέζι απο πίσω μου. Τι σκατά λένε τόση ώρα, δε μπορώ να συγκεντρωθώ ούτε σε λέξη. Ο Φαλάκρας λέει κάτι αστείο, όλοι γελάνε, γελάω και γω, παρέα είμαστε τι διάολο. Εδώ θα κουμπαριάσουμε μαλάκες, στην υγειά μας. Ο Νίκος μου δίνει κάτι να δοκιμάσω, μπρόκολο και φέτα?, λέει του βγήκε πικάντικο. Μια χαρά είναι του λέω, και πνίγομαι. Ναι είναι πικάντικο.

Νίκο, ρακί. Σαν νερό κατεβαίνει. Νίκο, είναι τρύπια τα ποτήρια σου. Ο κώλος σου είναι τρύπιος, μου λέει. Δεκτό. Και ο δικός σου. Γελάμε. Πιάνω κουβέντα με τον Μεσήλικα Σκουλαρικάκια, λέει του 'κανε η μάνα του κάτι ψάρια, είχε και κάτι ντολμαδάκια από χτες, έμπλεξε το γιαούρτι με το ψάρι και τώρα τον πονάει το στομάχι του. Ξύπνησε λέει 5 η ώρα το πρωί να χέσει, κόντεψε να χεστεί πάνω του. Και τι χέσιμο δηλαδή, νερό. Να προσέχεις, του λέω, δεν θα σου μείνει σώβρακο, να πίνεις και σπαθόλαδο που κάνει καλό. Δεν το ξέρεις το σπαθόλαδο? Ο Σταμάτ'ς το ξέρει. Πιάνουμε κουβέντα πάνω στις ευεγερτικές ιδιότητες του σπαθόλαδου, το χρησιμοποιούσαν οι πάνσοφοι αρχαιλληνάρες, γαμάει. Έχεις πληγή? *Σπαθόλαδο* Είχες πληγή. Νίκο, ρακί.

Η μια γκομενίτσα έρχεται στο μπαρ, θέλει νερό. Με χαιρετάει, την χαιρετάω, κάπου την ξέρω, μου μιλάει. Δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει, μου 'ρχεται να ξεράσω. Βαθιές ανάσες, κατάπινε το σάλιο, θυμήσου την εκπαίδευσή σου. Είναι κανείς στη χέστρα? Ο Σταμάτ'ς.   Άμα τα βγάλω στον κάδο της κουζίνας στα αρχίδια μου? Προλαβαίνω? Πόσο σάλιο θα βγάλω διάολε! Καταπίνω εγώ. Ακόμα μου μιλάει αυτή, σηκώνει το ποτήρι το νερό να τσουγκρίσουμε, δεν πειράζει λέει, είναι και τα δυο διάφανα! Τσουγκρίζουμε, κατεβάζω τη ρακί, ξερατίλα, ανάβω τσιγάρο, φεύγει.

Ο Μεσήλικας Μακρυμάλλης έρχεται και παραγγέλνει ρακί απαγγέλοντας ποίηση, κάτι για τρικυμισμένα μάτια, γαλάζιους ουρανούς και ανθισμένες πορτοκαλιές, εμένα κοιτάει. “Καλά, μαλάκας είσαι?” θέλω να του πω, δεν του λέω τίποτα, τον κοιτάω και καπνίζω (μυστήριο 200). Είναι με το κορίτσι του, δεν κάνω σκηνικό. Ο Μεσήλικας Σκουλαρικάκιας σηκώνεται, βγαίνει απ' το μαγαζί, κάπου πάει. Όσο λείπει του παίρνω ένα τσιγάρο. Έχω τσιγάρα αλλά δε γαμιέται. Το Διψασμένο Γκομενάκι είναι πραγματικά διψασμένο, θέλει πάλι νερό. “Σαρδέλες έτρωγες μωρή?” με κοιτάει, γελάει, γελάω και γω, γελάει και ο Φαλάκρας. Για δες, νόμιζα θα στράβωνε. Τσουγκρίζουμε, δεν πειράζει, είναι διάφανα!

Νίκο, ρακί. Σκέφτομαι κάτι έξυπνο, πάω να το φτιάξω πρόταση, χαλάει. Ε δε γαμιέται, άστο να πέσει. Ας χορέψουμε. Έρχεται ο Μεσήλικας Σκουλαρικάκιας μαζί με ένα πιτσιρίκι. Γιος σου? Γιος του. Το μικρό κάθεται μόνο του στο τραπέζι από πίσω βουτηγμένο στην αμηχανία, ο μπαμπάκας του ξανακάθεται στο μπαρ και παραγγέλνει ρακί. Στραβώνω, τον σκουντάω. “Ρε.” Με κοιτάει, το βλέμμα του λέει τι έγινε? Του κάνω νεύμα προς το μικρό. Σηκώνεται αμέσως, λέει έχεις δίκιο, τον παίρνει απ' το χεράκι, χαιρετάνε και φεύγουνε.

Πιάνουμε κουβέντα τον εθισμό, το αγαπημένο μου, έχω κάνει και εργασία στη σχολή. Κάτι λέει ο Σταμάτ'ς, ο Φαλάκρας μόκο, την έχει λερωμένη τη φωλιά του, τον έφαγα. Το σκαμπό του Μεσήλικα Σκουλαρικάκια στην άλλη άκρη του μπαρ πιάνει ο Ασπρομάλλης Μεσήλικας,  φαίνεται του αρέσει κι αυτού η κουβέντα. Κάτι μου λέει για πρέζα. Ξεκαθαρίζω τη θέση μου: ποτέ πρέζα, ποτέ κόκα. Με κράζει που 'μαι πίτα απ' τις 8. Του λέω ωραία τα λες αλλά δύο καραφάκια χρειάστηκες για να μπεις στην κουβέντα. Μου λέει φαίνομαι μικρός για να 'μαι τόσο μάγκας. Αρχίζουνε να μιλάνε για την ηλικία μου. Όλοι μαζί. Με ρωτάνε, δεν απαντάω, αρχίζουνε να λένε αριθμούς, δεν απαντάω, τους κοιτάω και καπνίζω (μυστήριο 500).

Ο Ασπρομάλλης Μεσήλικας  φοράει χαμογελάκι, σηκώνει επιδεικτικά το μανίκι, τατουάζ φυλακής, τότε που τα κάνανε με σύρμα. Αρχίζει όλο μούρη την κασέτα, άκου εδώ αγόρι μου, αληθινός πόνος, κελιά και καμμένα χρόνια και σούτια και ξύλο και φρίκη. Τον διακόπτω. Του λέω έχω ένα φιλαράκι τσιγγάνο τον Ρόκι, ενάμιση μέτρο όλο τατού και ουλές. Λέω, μια μέρα πίναμε ρακές στου Τ., και σκάει μύτη ένας δίμετρος φυλακόβιος που τραμπουκίζει όλο τον κόσμο και στριμώχνει ένα παιδί απ' το τραπέζι μας. Του πουλάει τσαμπουκά, έχει κάνει φυλακή με τον Τάδε και τον Δείνα λέει. Γυρνάει τότε ο Ρόκι και του κάνει, να σου πω φίλε, νομίζεις είσαι μάγκας που έκανες φυλακή? Ναι, λέει. Όχι, του απαντάει ο Ρόκι. Μαλάκας είσαι.

Ο Σταμάτ'ς αρχίζει να μου κάνει κάλμα με τα χέρια και να λέει μη, άστο, ο Νίκος ακούει. Καρφώνω τον Σταμάτ', και ξαναγυρίζω στον Ασπρομάλλη Μεσήλικα .

Ο τραμπούκος πήγε να του την παίξει. Ξέρεις τι έκανε ο Ρόκι τότε φίλε? Έβγαλε το κινητό, του το κούνησε μπροστά στα μούτρα και του 'πε, 'όλους αυτούς που λες τους έχω θείους. Ένα τηλεφωνάκι να πάρω το Τζάκο και θα φύγει κλωτσίδι μέσα απ' το ηχείο. Κάντηνα μη σε ψάχνουνε. Ένα τηλεφωνάκι είσαι.' Ο φυλακόβιος χέστηκε. Άλλαξε τριάντα χρώματα, έβαλε την ουρά στα σκέλια και την έκανε. Μη αρχίσεις λοιπόν να μου λες πόσο μάγκας είσαι  επειδή πήγες φυλακή. Δεν σε κάνει η φυλακή μάγκα. Μάγκας είναι ο Ρόκι που δεν τον πιάσανε. Σταμάτη δεν ξέρω νοηματική, αν θες να πεις κάτι πες το ή σκάσε. Νίκο, τι χρωστάω?”



                                                                                                  *  *  *



Τέσσερα καραφάκια, αυτός είναι πλέον ο αριθμός μου. Τέσσερα καραφάκια και είμαι ντέφι. Ελάχιστα πράγματα θυμάμαι. Γυρνώντας πέρασα απ' το μπακάλικο της γειτονιάς να πάρω μια μπύρα. Η γριά σκύλα που το 'χει πάλι έκραζε τον 14χρονο που 'ναι στη δούλεψή της. Ο μικρός είναι μαφία, καπνίζει, πίνει μπάφους και δουλεύει πολύ πιο σκληρά από 'μένα και 'σένα, από τα 8. Την γριά την σιχαίνεται η ψυχή μου. Είναι και καλά μελιστάλαχτη, όλο “χρυσό μου” και “πουλάκι μου” και γλύκα, μα τον μικρό όλο τον βρίζει η καριόλα και όλο πετάει καρφιά του τύπου “...άμα δεν μας τα κάνει πάλι μαντάρα ο Αλεξάκης..” και “...αφού ο Αλεξάκης δεν κάνει τίποτα σωστά.” και το βλέπω το πιτσιρίκι να σκύβει το κεφάλι και θέλω να την ξεφτιλίσω. 


Μπαίνω μέσα λοιπόν και την βλέπω να του τσιρίζει για κάτι πατάτες. Πατάτες! Τον πιάνω αγκαλιά του κλείνω το μάτι, γυρνάω και της κάνω όλο τσαμπουκά “Κοίτα να δεις, σε βλέπω καιρό τώρα. Είμαι κοινωνικός λειτουργός. Να του μιλάς όμορφα, ξηγηθήκαμε?”. Η γριά ζορίστηκε, κοκκίνισε, σούφρωσε τα χείλια, μου 'ριξε ένα βλέμμα αστροπελέκι αλλά έκανε τουμπεκί. Γυρνάει τότε ο δικός σου μαστουρωμένος, με κοιτάει και λέει “Τσακαλάκο, πάλι κλασμένος είσαι?”.

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Ο Πρίγκηπας των Αμπελόκηπων

Ήταν απ' τις μέρες που δεν είσαι ακριβώς χαρούμενος, απλά λιγότερο δυστυχισμένος από χτες, και μερικές φορές αυτό είναι υπεραρκετό. Τώρα, αν έχεις πακέτο στην τσέπη και μια μπύρα στο χέρι είσαι μάγκας. Αν έχεις και δυο μονοφυλλάκια τούμπανα, ένα στο στόμα και ένα στο αυτί, φίλε μου, είσαι άρχοντας.

Οι Αλκιονίδες μέρες πάντα με ξεγελούσαν. Ξεπρόβαλε λίγο το φως, ανέβηκε μια ψιλή και η θερμοκρασία και λες, αυτό ήτανε, επιτέλους νιώθω τη μύτη μου, τα χειρότερα πέρασαν. Ένα δεκαπενθήμερο χαμόγελα, μια μικρή υπενθύμιση πως μετά τη μπόρα πάντα βγαίνει ο ήλιος.

Είχα βδομάδες ολόκληρες στο σπίτι καταχωνιασμένο κάτω από μια στοίβα άπλυτα ένα μπλόκ με χαρτιά, το οποίο έπρεπε να πάω “όσο πιο γρήγορα γίνεται, είναι υπερεπείγον, μαλάκα σοβαρά!” σε μια φίλη μου στο Ιπποκράτειο. Το βρήκα ενώ έψαχνα καθαρό μπουκάμισο, (ξέρεις, μετά απο κάποιο σημείο τα άπλυτα δεν μοιάζουν πια και τόσο αισχρά) και λέω δε γαμιέται, ωραία μέρα έχει, ρεπό σήμερα Κυριακή, ας πάω μια βολτίτσα παραλία – παραλία μέχρι εκεί να ξεσαπίσω.

Μια και δυο λοιπόν, βολτάρα στη Σαλόνικα, πάντα γούσταρα σουλάτσο στην πόλη. Άνετο παπουτσάκι, γυαλί και δρόμο. Μ'αρέσει να κόβω στροφές σε όποιο δρόμο μου κάνει εντύπωση το όνομά του, π.χ. Οδός ΚΑΛΤΣΑ, άκου εδώ μαλάκα, όταν το είδα πρώτη φορά ξεράθηκα στα γέλια. Είναι λίγο tricky βέβαια αυτή η τακτική όταν έχεις προορισμό και δεν ξέρεις την πόλη αλλά εμπιστεύομαι την αίσθηση προσανατολισμού μου πιο πολύ και απ' τον εαυτό μου.

Βήματα, ήλιος, χαμόγελο, κεφάλι γεμάτο, μπυρίτσα και φιλοσοφία, τι άλλο θες, αλήθεια. Σκεφτόμουν το πόσο σημασία έχει να μην σε νοιάζει τίποτα υπερβολικά, να είσαι σαν τους σαμουράι, να παίρνεις αποφάσεις μέσα σε πέντε ανάσες και να δίνεις σε όλα όση αξία τους αναλογεί, ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη. Πορευόμενος έτσι στη ζωή έχεις την ευκαιρία να χαρείς τα πράγματα για αυτά που είναι, όχι για αυτά που θα ΄θελες να 'ταν, ούτε για αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν. Έχεις την ευκαιρία να μυρίσεις τα λουλούδια -όχι, μυρίζεις τα λουλούδια όλη την ώρα, τζίζους, είσαι απλά τέλειος. Μπορεί να σε παρασύρει βέβαια αυτή η αντιμετώπιση, να πάρεις τον κατήφορο και μια μέρα να ξυπνήσεις στην Κόκα Ρίκα με χρυσό ρουθούνι και να πεις “που πήγαν τα τελευταία 30 χρόνια, πρέπει να κάνω κάτι με τη ζωή μου”, αλλά είναι αργά πια, είσαι 50 και ο Χουάβες σε περιμένει σε μισή ώρα για μπύρα στο μπαρ, θα 'ναι και το ξανθό γκομενάκι μαζί του, αυτό με τα μεγάλα βυζιά, οπότε ρουφάς το ρούμι σου, σνιφάρεις τη γραμμούλα σου την αυγουλωτή και δεν πάει και το παλιάμπελο.

Είναι ωραία πόλη γαμώτο μου η Σαλόνικα. Μεγαλούπολη με τα όλα της, κόσμος μιλιούνια, μαγαζιά, αυτοκίνητα, καυσαέριο, φρίκη. Αλλά βγαίνεις ώρες – ώρες σε κάτι γειτονιές που αψηφούν σθεναρά τη μόστρα του νέου κόσμου. Γειτονιές που φαντάζουν κλεισμένες σε γυάλινες σφαίρες, όπως τα Χριστουγεννιάτικα μπιχλιμπίδια με το χιόνι, παιδιά παίζουν μήλα στους δρόμους, προπολεμικά παππούδια σε καρέκλες συζητάν μεταπολεμικούς κερατάδες, σχεδόν μπορείς να μυρίσεις το ρυζόγαλο και την κρέμα γιώτης. Αυλές γεμάτες γλάστρες, γιασεμί και πορτοκαλιά, καμένο ξύλο και αυτή η τόσο χαρακτηριστική αλλά απερίγραπτη γιαγιαδίλα να πλανιέται στον αέρα, σε πάει βαρκάδα στο χρόνο και χαμογελάς, είναι να μη χαμογελάσεις? Πόσο ακόμα θα αντέξουν οι γραφικοί Γαλάτες ενάντια στην αυτοκρατορία της κόκα κόλα?

Και μόλις στρίψεις δεξιά στην ΦΙΑΣΚΟΥ, αυτοκινητόδρομος τετραπλής κυκλοφορίας, πανικός, κόρνες και λάστιχα να στριγγλίζουν, φρεναρίσματα και γαμωσταυρίδια, πρέζα και πούτσο και ξύλο και αίμα, τι να πεις? Ζούγκλα.


Περπατούσα πολύ ώρα και δεν είχα ιδέα που ήμουνα μα ήμουν καλά, όταν απ' τα αριστερά μου πέρασε αργά μια μοτοσυκλέτα -ωραίο μοντέλο πράγματι- της ομάδας ΔΙΑΣ. Ο ρόμποκοπ που καθόταν από πίσω με κόζαρε όσο περνούσαν και τον κοίταξα και γω. Το μακάριο χαμογελάκι μου πρέπει να του φάνηκε ύποπτο γιατί δυο μέτρα πιο κάτω σταμάτησαν τη μηχανάρα και κατέβηκαν. Με το χέρι να χουφτιάζει το όπλο πάντα, ο ένας με πλησίασε ενώ ο άλλος παρέμεινε πίσω απο τη μηχανή. Κάτι μου έλεγε ο πρώτος αλλά δεν άκουγα, είχα σκαλώσει με τον δεύτερο. Τι φάση? Κάθισε πίσω απ' τη μηχανή σε περίπτωση που πέσει πιστολίδι να προστατευτεί? Που τους εκπαιδεύουνε αυτούς?
Μα είχα κέφια, άρχισα με ένα ωραίο, ζεστό

“Καλησπέρα.”
“Ταυτότητα.”

Βγάζω ταυτότητα, πάντα μαζί με μια εικόνα του Άγιου Πατάπιου, η εικόνα απο πάνω. Πιστεύω ακράδαντα σ'αυτό το κόλπο. Περνάς υποσυνείδητα μηνύματα στον άλλο, εικόνα = χριστιανός, χριστιανός = γνώριμο, οικείο, = ακίνδυνο. Μεγαλώσαμε όλοι με σύμβολα, εικόνες, σταυρούς και εκκλησίες γύρω μας, είναι κάτι που ξέρουμε. Ο Πατάπιος δημιουργεί ένα μικρό υποβόσκον δεσμό εμπιστοσύνης ανάμεσα στο ρόμποκοπ και εσένα, κάνει τα πράγματα πιο εύκολα, ανάλογα πάντα το πως θες να το χειριστείς.

“Έχεις τίποτα?”
“Τίποτα παράνομο.”

Με κοιτάει μια από πάνω μέχρι κάτω. Δεν ήμουν ντυμένος και σαν πρότυπο φιλήσυχου πολίτη. Δερμάτινο, μαύρο μπουκάμισο, σχισμένο τζινάκι, χίπικο γυαλί, τσιγάρο στ' αυτί, μπύρα στο χέρι. Σα μαλάκας ήμουν βασικά, και γω θα με σταματούσα.

“Άδειασε τις τσέπες σου.”

Εδώ τα ψιλοχαλάμε, γιατί συνηθίζω να κουβαλάω ότι μαλακία μπορείς να φανταστείς στο τζάκετ, φυσαρμόνικες, κλειδιά, τετράδια, κωλόχαρτο, φυλλάδια, μισοφαγωμένα πιτόγυρα, κάνα πουράκι, φλασκί, χέσε μέσα, και τα έχω σε άριστη τάξη, κάθε τι στην τσέπα του.

“Όλες? Από που να αρχίσω ρε παιδιά.”

“Όλες, πάμε!”
Καλααααά, εσύ το θέλησες, αφήνω τη μπύρα κάτω και αρχίζω και του αραδιάζω όσο πιο χαλαρά μπορώ 10 κιλά σαβούρα στο καπό του πλησιέστερου αυτοκινήτου. Ο ρόμπο έχει μείνει ψιλομαλάκας γιατί έχει μαζευτεί πολύ πράγμα. Πιάνει τη φυσαρμόνικα και λέει

“Τι είναι αυτό, μαχαίρι?”
ΧΡΙΣΤΕ μου ήθελα τόσο πολύ να λυθώ στα γέλια αλλά του κάνω

“Όργανο, μουσικός είμαι.”

Ο άλλος εν το μεταξύ πρέπει να είχε αρχίσει να νιώθει ασφάλεια γιατί ξεμύτισε πίσω απ τη μηχανάρα και τσέκαρε τα συμπράγκαλά πιάνοντας τα ένα ένα σα να ψωνίζει στη λαική.

Παίζει τώρα οτι εκείνο τον καιρό βιοποριζόμουν παίζοντας μουσική στο δρόμο και κυκλοφορούσα πάντα με ψιλά, και όταν λέμε ψιλά ενοούμε κάνα δεκάρικο σε 10λεπτα 20λεπτα και 50λεπτα, πολύ κέρμα. Όταν βαριόμουνα να τα κάνω χοντρά σε περίπτερα τα έβαζα σε άδειες θήκες από καπνό γιατί αν τα 'χεις στην τσέπα και σου σχιστεί απλά τη γάμησες. Του έκανε εντύπωση λοιπόν και ρωτάει

“Που τα βρήκες τόσα ψιλά ρε?"
“Παίζω στο δρόμο.” Γυρνάει, με κοιτάει
“Που παίζεις?”
“Στην Αγία Σοφία, καμιά Αριστοτέλους.”

Αυτό που μου αρέσει στους μπάτσους της Σαλόνικας είναι οτι είναι λαικά παιδιά μωρέ. Δεν έχει “Τα χέρια στο καπό κύριε και όχι απότομες κινήσεις.”, όλοι φίλοι είμαστε, άμα τον αρχίσεις και για μπάλα θα σου μιλήσει.

“Πέφτει κάνα φράγκο?”

“Δεν βλέπεις?” του λέω “Κολυμπάω στο κέρμα, σαν τον Σκρούτζ Μακ Ντακ!”

Δεν το κατάλαβε. Εν το μεταξύ εγώ συνέχιζα να βγάζω μαλακίες, -εκείνη τη στιγμή έβγαζα μια κονσέρβα σαρδέλες αιγαίου πικάντικες σε φυτικό λάδι, μη ρωτάς. Λέει τότε

“Καλά, άστο, φύγε.”

“Το βράδυ παίζουμε εκεί, έλα να μας ακούσεις.”
“Καλά, καλά.” λέει γελώντας, καβαλάνε και κάνουν να φύγουν, όταν μου σκάει.

“Να σου πω φίλε, πως λέγεται αυτή η περιοχή?” Με κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε, με δουλεύει ή είναι ηλίθιος?

“Αμπελόκηποι.”
“Οκευ, ευχαριστώ.” και χάθηκαν στο ηλιοβασίλεμα.

Χοντρέ.




Τώρα ήξερα που ήμουνα, και δεν θα 'πρεπε να 'μουν εδώ, ακριβώς στην αντίθετη μεριά της πόλης μάλλον, μα ήμουν ακόμα καλά, οπότε τσίμπησα ένα μπυράκι και έστριψα στην οδό (κάτι με λάχανα ή μαρούλια, μου διαφεύγει, κάτι πράσινο τέσπα). Ήσυχος δρόμος, ούτε αμάξι. Προχώρησα λίγο σκεπτόμενος τη συνάντησή μου με τα όργανα της τάξης και την αίσθηση του προσανατολισμού μου που με πρόδωσε τόσο στεγνά και αλάδωτα κατα 180 μοίρες, όταν στα δεξιά μου, πίσω απο δυο υπερχειλισμένους κάδους πρόσεξα μια αλάνα και στη μέση της ένα εγκαταλελειμένο σπίτι.
Τα είχε όλα. Βομβαρδισμένο, τρύπες να χάσκουν στο ντουβάρι και τα μπάζα να ξεχύνονται σαν σωθικά, τεράστιο ξεραμένο δέντρο μπροστά, μισή ντουζίνα γάτες (οι μισές μαύρες) αλλά και σημάδια ανθρώπινης παρουσίας. Σκυλί ψωραλέο δεμένο με τριχιά κάτω απ' τη μαρκίζα, γλάστρες με γεράνια και σχολικές καρέκλες, καινούρια πόρτα και το κερασάκι στη μπουγάτσα, -πιστέψτε το- δορυφορικό πιάτο νόβα, του κουτιού.
Ήταν τέλειο. Ακροβατούσε στα όρια δύο εποχών, ήταν ο θρίαμβος του δυτικού πολιτισμού καρφωμένος σαν στιλέτο στο κουφάρι των παραδόσεων.

Προχώρησα μέσα στην αλάνα να το δω καλύτερα, και πρόσεξα ότι πίσω από ένα θάμνο με περίμενε μια παλιά πολυθρόνα, ελαφρώς ξεσκισμένη αλλά αρχοντική. Ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα. Μόλις κάθισα ανακάλυψα πόσο κουρασμένος ήμουνα. Έμεινα εκεί να χαζεύω το σπίτι και τα σύννεφα κάνα δεκάλεπτο. Η άλλη με περίμενε στις 6, ήταν 5. Δε γαμιέται, έχω κέφια, θα πάρω λεωφορείο. Θα κόψω και εισιτήριο, έτσι για το γαμώτο. Όχι, σκρατσ δατ, θα πάρω και άλλη μπύρα. Θα πάρω και ένα τηλέφωνο και τη Χριστίνα. Θα φάω και ένα πιτόγυρο με διπλή πίτα. Τι έκανα τελικά με τη Χριστίνα? Με μισεί?

Και εκεί, καθώς ρέμβαζα το τίποτα βυθισμένος στις ρηχές μου σκέψεις, χωρίς καμία προειδοποίηση -ο ουρανός γέμισε πουλιά. Άπειρα πουλιά, σπουργίτια? Ένα τιτάνιο, χειμαρρώδες κοπάδι από χιλιάδες, εκατομμύρια πουλιά. Ένα ατέλειωτο, ζωντανό μαύρο σύννεφο, έκρυβαν τον ήλιο σαν τα βέλη των Περσών και ελλίσονταν με ζηλευτή μαεστρία, κυλούσαν στον γαλάζιο ουρανό, ένα φτερωτό ποτάμι από τιτιβίσματα. Χόρευαν το πιο εκπληκτικό μπαλέτο, ομάδες αποκόπτονταν απο το σύνολο και χανότανε για λίγο, με μια απότομη ελλιπτική στροφή επανέρχονταν στο κύριως σώμα και ενώνονταν με αυτό, βουτούσαν στο κενό και ξαναπέραν ύψος. Πάνω στη στροφή το σμήνος γινότανε διάφανο, μετά ξανά μια σκοτεινή λαίλαπα, μετά πάλι διάφανο. Λες και κάποιος θεός - παιδί έπαιζε με πλαστελίνη, σχεδόν άκουγες το γέλιο του.

Το θέαμα ήταν εκπληκτικό, μαγευτικό,υπερφυσικό. Όση ώρα περνούσε όλο και περισσότερα ερχότανε, δεν νομίζω οτι έχω ξαναδεί τόσα πουλιά μαζεμένα ποτέ στη ζωή μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Είχα μείνει άφωνος. Είχα μείνει μαλάκας. Είχα ξαναβρεί την πίστη μου. Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Είχα σηκωθεί όρθιος, είχα φέρει τα χέρια στο κεφάλι, -και τότε το δεξί μου χέρι άγγιξε κάτι πάνω απ' τ' αυτί μου.

Διάολε, το δεύτερο μονοφυλλάκι.

Τόση ώρα είχα στο αυτί το δεύτερο μονοφυλλάκι.

ΔΙΑΟΛΕ, όση ώρα μιλούσα με το Ράμπο είχα στο αυτί μου το δεύτερο μονοφυλλάκι!


Ξανακάθισα στην πολυθρονάρα μου. Σταύρωσα τα πόδια, ήπια μια γουλιά μπύρα και έφερα το τσιγαράκι στο χαμόγελό μου. Τα πουλιά μπροστά μου είχαν ξεφύγει, φτιάχνανε δίνες, φτιάχνανε σχήματα δίχως ονόματα, λέγαν ιστορίες για τα ταξίδια τους, καλούσαν τους φίλους τους για περιπέτειες στα νότια. Το βουητό απ' τις φτερούγες τους, διάολε, υπνωτικό. Έβγαλα το ζίπο απ' την τσέπα και τζαφ, έσκασα το γενναίο μπαφάκι. Άφησα τον καπνό να βγεί ήρεμα απ το στόμα μου, τον είδα να απομακρύνεται, να αραιώνει και να χάνεται. Ήταν το πιο απολαυστικό γαράκι του κόσμου όλου.
Τα πουλιά βούτηξαν προς το μέρος μου. Όλη η αρμάδα πέρασε 20 μέτρα πάνω απ' το κεφάλι μου σηκώνοντας άνεμο και αφήνοντας πίσω δυο ντουζίνες κουτσουλιές -ούτε μια πάνω μου.

Γέλασα σα χαζό, “Πουλάκια, γαμάτε!” τους φώναξα.

Ήμουν στην κορυφή του κόσμου. Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη Θεσσαλονίκη, με μια Βεργίνα, ένα μισοτελειομένο πακέτο και ένα μονοφυλλάκι. Όλα τα άλλα γίναν απο μόνα τους. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα πραγματική, ειλικρινή πληρότητα. Άρχισα περιφερόμενος, χωρίς στόχο. Είχα προορισμό, μα ξεκίνησα για κάπου και βγήκα κάπου αλλού, και ανάθεμα αν θα 'μουν εδώ αν είχα πάρει την ευθεία και δεν έστριβα όπου μου έκανε κέφι! Ήμουν εγώ, εδώ και τώρα. Ήμουν χαρούμενος, ξεχείλιζα. Ήμουν ολομόναχος και όμως τόσο γεμάτος. Ήμουν άφραγκος κι όμως πάμπλουτος. Ήμουν....




Χτυπάει το κινητό. Η Λένα, την είχα ξεχάσει. Το σηκώνω.

“Που σαι ρε μαλάκα, έχει πάει και μισή, πρέπει να φύγω ρε μαλάκα με περιμένουν, άντε!”.

Δεν απάντησα. Δεν σταμάτησα να χαμογελώ. Πήρα τζούρα απ' το τσιγάρο και την άφησα να δραπετεύσει αργά απ' τα πνευμόνια μου. Παρατήρησα τον καπνό να απομακρύνεται, να αραιώνει και να χάνεται.

“Μ'ακούς? Πού είσαι? Ορφέα μ' ακούς?”

“Δεν έχουμε Ορφέα εδώ.”

“Πως? Μαλάκα πού είναι ο Ορφέας? Ποιός είναι?”

Έφερα το ηρωικό τσιγαράκι στο στόμα μου. Τράβηξα αργά, αργά την τελευταία τζούρα. Έκανα δυο τέλεια, ολοστρόγγυλα παχιά κυκλάκια στο αέρα. Το ένα διαλύθηκε. Το άλλο άρχισε να μοιάζει με μηδενικό, και τελικά, αφού απομακρύνθηκε αρκετά, χάθηκε και αυτό. Είχε πια αρχίσει να νυχτώνει. Δυο αστέρια έκαναν δειλά - δειλά την εμφάνισή τους στον μαβί ουρανό. Γέλασα.

“Ο πρίγκηπας των Αμπελόκηπων.”

“Ορφέα τον παίρνεις, χρειάζομαι τα χαρτιά για τη σχολή, μαλάκα σου λέω έλα, βιάζομαι, πρέπει να φύ......”

Της το 'κλεισα. Έκλεισα το κινητό και το πέταξα στον κάδο. Πέταξα τη γόπα, ήπια μια γουλιά μπύρα, έβγαλα ένα λάκι απ' το τζάκετ, άναψα. Δεν σταμάτησα να χαμογελώ.







Ξεκίνησε σαν μια απ' αυτές τις μέρες που δεν είσαι ακριβώς χαρούμενος, απλά λιγότερο δυστυχισμένος απο χτες, και τις περισσότερες φορές παρακαλάς για τέτοιες μέρες...

Αλλά εκείνη τη μέρα, για λίγες στιγμές ήμουν ο πιο γεμάτος άνθρωπος στη Θεσσαλονίκη. Ήμουν ολομόναχος μα δε μου έλειπε κανείς. Δεν είχα πολλά, μα δεν μου έλειπε τίποτα. Καθόμουν στο θρόνο μου. Η αλάνα ήταν το βασίλειό μου, το σπίτι το κάστρο μου, και τα πουλιά η αυλή μου.


Ήμουν ο Πρίγκηπας των Αμπελόκηπων.