Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Ωραία μέρα για καβγά στο Ελ Πάσο

Ε, δεν άντεξα.
Περπάτησα όλη την πόλη, δρόμους, παράδρομους, πεζόδρομους, στενά, πήγα σε πάρκα, παραλίες,  ήπια καφέδες, πορτοκαλάδες, κάπνισα τσιγάρα, πήρα τηλέφωνα, πήγα επίσκεψη να δω το γάτο μου, τσάταρα, διάβασα κόμιξ, βιβλία, εφημερίδες, είδα ταινίες, επεισόδια, ζωγράφισα, έτρεξα (ψόφησα), τραγούδησα, έπαιξα, έκανα, έρανα μα στο τέλος δεν άντεξα, εφτά και μισή άνοιγα την πόρτα της Λακούβας, ένα λεπτό μετά γέμιζα το σφηνάκι ρακί, πέντε λεπτά μετά θυμήθηκα γιατί συνηθίζω να πίνω τον κώλο μου.

Γιατί είναι εύκολο.

Δερ γιου γκο! Όλη η ιζηματική φιλοσοφία του χρήστη στα χέρια σας, χωρίς σάλτσες, φρου-φρου και αρώματα. Ούτε προβλήματα έχεις, ούτε ανάγκη το 'χεις, ούτε θα πάθεις και τίποτα αν δεν πιείς. Απλά δεν μπορείς να διαχειριστείς την πραγματικότητα και χρειάζεσαι το κάτιτις σου για να σταματήσουν να φαίνονται όλα βουνό. Κάνεις μια κλαπ και όλα είναι αστεία, και εσύ ζεις σε ταινία, τα εξάσφαιρά σου έχουν σκαλιστές λαβές από φίλντισι, τα σπιρούνια σου κουδουνίζουν σε κάθε σου βήμα και σήμερα είναι μια ωραία μέρα για καβγά στο Ελ Πάσο.


                                                                                                   *  *  *



Στο μπαρ δυο φαλάκρες και ένας μεσήλικα σκουλαρικάκιας, δεξιά μια παρέα, ένας μακρυμάλλης μεσήλικας με δυο γκομενάκια. Χαιρέτησα το Νίκο, κάθισα δίπλα στους άλλους. Ο Μεσήλικος Σκουλαρικάκιας έκανε λίγο πιο δίπλα να χωρέσουμε. Ωπ? Ο ένας φαλάκρας είναι ο Σταμάτ'ς. Που σαι ρε Σταμάτ'? Χρόνια και ζαμάνια. Σαλόνικα ήσουν, για δουλειά? Σώπα. Τι λέει μάγκες? Όλα καλά? Μια χαρά.

Ακριβώς απέναντί μου κολλημένο στο ψυγείο ένα σκιτσάκι μ'ένα τυπάκι που φοράει τουτού σ'ενα μπαρ και λέει “εμείς οι χορεύτριες πρέπει να κάνουμε τρεις ώρες στη μπάρα καθημερινά”. Ας αρχίσουνε τα όργανα λοιπόν και θα σας χορέψω τσιφτετέλια. Ρακί. Πόσο την έχεις?

Για τι μιλάνε? Δεν έχω καμία όρεξη να μιλήσω. Θέλω απλά να πιώ. Ίσως να πετάω και καμιά μαλακία που και που, να φαίνομαι ψαγμένος και μυστήριος. Πόσα φράγκα έχω? Πόσο την έχει τη ρακί είπε? Μπαίνει μέσα ένας ασπρομάλλης μεσήλικας, δεν λέει τίποτα, κάθετε μόνος του σ'ένα τραπέζι απο πίσω μου. Τι σκατά λένε τόση ώρα, δε μπορώ να συγκεντρωθώ ούτε σε λέξη. Ο Φαλάκρας λέει κάτι αστείο, όλοι γελάνε, γελάω και γω, παρέα είμαστε τι διάολο. Εδώ θα κουμπαριάσουμε μαλάκες, στην υγειά μας. Ο Νίκος μου δίνει κάτι να δοκιμάσω, μπρόκολο και φέτα?, λέει του βγήκε πικάντικο. Μια χαρά είναι του λέω, και πνίγομαι. Ναι είναι πικάντικο.

Νίκο, ρακί. Σαν νερό κατεβαίνει. Νίκο, είναι τρύπια τα ποτήρια σου. Ο κώλος σου είναι τρύπιος, μου λέει. Δεκτό. Και ο δικός σου. Γελάμε. Πιάνω κουβέντα με τον Μεσήλικα Σκουλαρικάκια, λέει του 'κανε η μάνα του κάτι ψάρια, είχε και κάτι ντολμαδάκια από χτες, έμπλεξε το γιαούρτι με το ψάρι και τώρα τον πονάει το στομάχι του. Ξύπνησε λέει 5 η ώρα το πρωί να χέσει, κόντεψε να χεστεί πάνω του. Και τι χέσιμο δηλαδή, νερό. Να προσέχεις, του λέω, δεν θα σου μείνει σώβρακο, να πίνεις και σπαθόλαδο που κάνει καλό. Δεν το ξέρεις το σπαθόλαδο? Ο Σταμάτ'ς το ξέρει. Πιάνουμε κουβέντα πάνω στις ευεγερτικές ιδιότητες του σπαθόλαδου, το χρησιμοποιούσαν οι πάνσοφοι αρχαιλληνάρες, γαμάει. Έχεις πληγή? *Σπαθόλαδο* Είχες πληγή. Νίκο, ρακί.

Η μια γκομενίτσα έρχεται στο μπαρ, θέλει νερό. Με χαιρετάει, την χαιρετάω, κάπου την ξέρω, μου μιλάει. Δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει, μου 'ρχεται να ξεράσω. Βαθιές ανάσες, κατάπινε το σάλιο, θυμήσου την εκπαίδευσή σου. Είναι κανείς στη χέστρα? Ο Σταμάτ'ς.   Άμα τα βγάλω στον κάδο της κουζίνας στα αρχίδια μου? Προλαβαίνω? Πόσο σάλιο θα βγάλω διάολε! Καταπίνω εγώ. Ακόμα μου μιλάει αυτή, σηκώνει το ποτήρι το νερό να τσουγκρίσουμε, δεν πειράζει λέει, είναι και τα δυο διάφανα! Τσουγκρίζουμε, κατεβάζω τη ρακί, ξερατίλα, ανάβω τσιγάρο, φεύγει.

Ο Μεσήλικας Μακρυμάλλης έρχεται και παραγγέλνει ρακί απαγγέλοντας ποίηση, κάτι για τρικυμισμένα μάτια, γαλάζιους ουρανούς και ανθισμένες πορτοκαλιές, εμένα κοιτάει. “Καλά, μαλάκας είσαι?” θέλω να του πω, δεν του λέω τίποτα, τον κοιτάω και καπνίζω (μυστήριο 200). Είναι με το κορίτσι του, δεν κάνω σκηνικό. Ο Μεσήλικας Σκουλαρικάκιας σηκώνεται, βγαίνει απ' το μαγαζί, κάπου πάει. Όσο λείπει του παίρνω ένα τσιγάρο. Έχω τσιγάρα αλλά δε γαμιέται. Το Διψασμένο Γκομενάκι είναι πραγματικά διψασμένο, θέλει πάλι νερό. “Σαρδέλες έτρωγες μωρή?” με κοιτάει, γελάει, γελάω και γω, γελάει και ο Φαλάκρας. Για δες, νόμιζα θα στράβωνε. Τσουγκρίζουμε, δεν πειράζει, είναι διάφανα!

Νίκο, ρακί. Σκέφτομαι κάτι έξυπνο, πάω να το φτιάξω πρόταση, χαλάει. Ε δε γαμιέται, άστο να πέσει. Ας χορέψουμε. Έρχεται ο Μεσήλικας Σκουλαρικάκιας μαζί με ένα πιτσιρίκι. Γιος σου? Γιος του. Το μικρό κάθεται μόνο του στο τραπέζι από πίσω βουτηγμένο στην αμηχανία, ο μπαμπάκας του ξανακάθεται στο μπαρ και παραγγέλνει ρακί. Στραβώνω, τον σκουντάω. “Ρε.” Με κοιτάει, το βλέμμα του λέει τι έγινε? Του κάνω νεύμα προς το μικρό. Σηκώνεται αμέσως, λέει έχεις δίκιο, τον παίρνει απ' το χεράκι, χαιρετάνε και φεύγουνε.

Πιάνουμε κουβέντα τον εθισμό, το αγαπημένο μου, έχω κάνει και εργασία στη σχολή. Κάτι λέει ο Σταμάτ'ς, ο Φαλάκρας μόκο, την έχει λερωμένη τη φωλιά του, τον έφαγα. Το σκαμπό του Μεσήλικα Σκουλαρικάκια στην άλλη άκρη του μπαρ πιάνει ο Ασπρομάλλης Μεσήλικας,  φαίνεται του αρέσει κι αυτού η κουβέντα. Κάτι μου λέει για πρέζα. Ξεκαθαρίζω τη θέση μου: ποτέ πρέζα, ποτέ κόκα. Με κράζει που 'μαι πίτα απ' τις 8. Του λέω ωραία τα λες αλλά δύο καραφάκια χρειάστηκες για να μπεις στην κουβέντα. Μου λέει φαίνομαι μικρός για να 'μαι τόσο μάγκας. Αρχίζουνε να μιλάνε για την ηλικία μου. Όλοι μαζί. Με ρωτάνε, δεν απαντάω, αρχίζουνε να λένε αριθμούς, δεν απαντάω, τους κοιτάω και καπνίζω (μυστήριο 500).

Ο Ασπρομάλλης Μεσήλικας  φοράει χαμογελάκι, σηκώνει επιδεικτικά το μανίκι, τατουάζ φυλακής, τότε που τα κάνανε με σύρμα. Αρχίζει όλο μούρη την κασέτα, άκου εδώ αγόρι μου, αληθινός πόνος, κελιά και καμμένα χρόνια και σούτια και ξύλο και φρίκη. Τον διακόπτω. Του λέω έχω ένα φιλαράκι τσιγγάνο τον Ρόκι, ενάμιση μέτρο όλο τατού και ουλές. Λέω, μια μέρα πίναμε ρακές στου Τ., και σκάει μύτη ένας δίμετρος φυλακόβιος που τραμπουκίζει όλο τον κόσμο και στριμώχνει ένα παιδί απ' το τραπέζι μας. Του πουλάει τσαμπουκά, έχει κάνει φυλακή με τον Τάδε και τον Δείνα λέει. Γυρνάει τότε ο Ρόκι και του κάνει, να σου πω φίλε, νομίζεις είσαι μάγκας που έκανες φυλακή? Ναι, λέει. Όχι, του απαντάει ο Ρόκι. Μαλάκας είσαι.

Ο Σταμάτ'ς αρχίζει να μου κάνει κάλμα με τα χέρια και να λέει μη, άστο, ο Νίκος ακούει. Καρφώνω τον Σταμάτ', και ξαναγυρίζω στον Ασπρομάλλη Μεσήλικα .

Ο τραμπούκος πήγε να του την παίξει. Ξέρεις τι έκανε ο Ρόκι τότε φίλε? Έβγαλε το κινητό, του το κούνησε μπροστά στα μούτρα και του 'πε, 'όλους αυτούς που λες τους έχω θείους. Ένα τηλεφωνάκι να πάρω το Τζάκο και θα φύγει κλωτσίδι μέσα απ' το ηχείο. Κάντηνα μη σε ψάχνουνε. Ένα τηλεφωνάκι είσαι.' Ο φυλακόβιος χέστηκε. Άλλαξε τριάντα χρώματα, έβαλε την ουρά στα σκέλια και την έκανε. Μη αρχίσεις λοιπόν να μου λες πόσο μάγκας είσαι  επειδή πήγες φυλακή. Δεν σε κάνει η φυλακή μάγκα. Μάγκας είναι ο Ρόκι που δεν τον πιάσανε. Σταμάτη δεν ξέρω νοηματική, αν θες να πεις κάτι πες το ή σκάσε. Νίκο, τι χρωστάω?”



                                                                                                  *  *  *



Τέσσερα καραφάκια, αυτός είναι πλέον ο αριθμός μου. Τέσσερα καραφάκια και είμαι ντέφι. Ελάχιστα πράγματα θυμάμαι. Γυρνώντας πέρασα απ' το μπακάλικο της γειτονιάς να πάρω μια μπύρα. Η γριά σκύλα που το 'χει πάλι έκραζε τον 14χρονο που 'ναι στη δούλεψή της. Ο μικρός είναι μαφία, καπνίζει, πίνει μπάφους και δουλεύει πολύ πιο σκληρά από 'μένα και 'σένα, από τα 8. Την γριά την σιχαίνεται η ψυχή μου. Είναι και καλά μελιστάλαχτη, όλο “χρυσό μου” και “πουλάκι μου” και γλύκα, μα τον μικρό όλο τον βρίζει η καριόλα και όλο πετάει καρφιά του τύπου “...άμα δεν μας τα κάνει πάλι μαντάρα ο Αλεξάκης..” και “...αφού ο Αλεξάκης δεν κάνει τίποτα σωστά.” και το βλέπω το πιτσιρίκι να σκύβει το κεφάλι και θέλω να την ξεφτιλίσω. 


Μπαίνω μέσα λοιπόν και την βλέπω να του τσιρίζει για κάτι πατάτες. Πατάτες! Τον πιάνω αγκαλιά του κλείνω το μάτι, γυρνάω και της κάνω όλο τσαμπουκά “Κοίτα να δεις, σε βλέπω καιρό τώρα. Είμαι κοινωνικός λειτουργός. Να του μιλάς όμορφα, ξηγηθήκαμε?”. Η γριά ζορίστηκε, κοκκίνισε, σούφρωσε τα χείλια, μου 'ριξε ένα βλέμμα αστροπελέκι αλλά έκανε τουμπεκί. Γυρνάει τότε ο δικός σου μαστουρωμένος, με κοιτάει και λέει “Τσακαλάκο, πάλι κλασμένος είσαι?”.

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

Ο Πρίγκηπας των Αμπελόκηπων

Ήταν απ' τις μέρες που δεν είσαι ακριβώς χαρούμενος, απλά λιγότερο δυστυχισμένος από χτες, και μερικές φορές αυτό είναι υπεραρκετό. Τώρα, αν έχεις πακέτο στην τσέπη και μια μπύρα στο χέρι είσαι μάγκας. Αν έχεις και δυο μονοφυλλάκια τούμπανα, ένα στο στόμα και ένα στο αυτί, φίλε μου, είσαι άρχοντας.

Οι Αλκιονίδες μέρες πάντα με ξεγελούσαν. Ξεπρόβαλε λίγο το φως, ανέβηκε μια ψιλή και η θερμοκρασία και λες, αυτό ήτανε, επιτέλους νιώθω τη μύτη μου, τα χειρότερα πέρασαν. Ένα δεκαπενθήμερο χαμόγελα, μια μικρή υπενθύμιση πως μετά τη μπόρα πάντα βγαίνει ο ήλιος.

Είχα βδομάδες ολόκληρες στο σπίτι καταχωνιασμένο κάτω από μια στοίβα άπλυτα ένα μπλόκ με χαρτιά, το οποίο έπρεπε να πάω “όσο πιο γρήγορα γίνεται, είναι υπερεπείγον, μαλάκα σοβαρά!” σε μια φίλη μου στο Ιπποκράτειο. Το βρήκα ενώ έψαχνα καθαρό μπουκάμισο, (ξέρεις, μετά απο κάποιο σημείο τα άπλυτα δεν μοιάζουν πια και τόσο αισχρά) και λέω δε γαμιέται, ωραία μέρα έχει, ρεπό σήμερα Κυριακή, ας πάω μια βολτίτσα παραλία – παραλία μέχρι εκεί να ξεσαπίσω.

Μια και δυο λοιπόν, βολτάρα στη Σαλόνικα, πάντα γούσταρα σουλάτσο στην πόλη. Άνετο παπουτσάκι, γυαλί και δρόμο. Μ'αρέσει να κόβω στροφές σε όποιο δρόμο μου κάνει εντύπωση το όνομά του, π.χ. Οδός ΚΑΛΤΣΑ, άκου εδώ μαλάκα, όταν το είδα πρώτη φορά ξεράθηκα στα γέλια. Είναι λίγο tricky βέβαια αυτή η τακτική όταν έχεις προορισμό και δεν ξέρεις την πόλη αλλά εμπιστεύομαι την αίσθηση προσανατολισμού μου πιο πολύ και απ' τον εαυτό μου.

Βήματα, ήλιος, χαμόγελο, κεφάλι γεμάτο, μπυρίτσα και φιλοσοφία, τι άλλο θες, αλήθεια. Σκεφτόμουν το πόσο σημασία έχει να μην σε νοιάζει τίποτα υπερβολικά, να είσαι σαν τους σαμουράι, να παίρνεις αποφάσεις μέσα σε πέντε ανάσες και να δίνεις σε όλα όση αξία τους αναλογεί, ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη. Πορευόμενος έτσι στη ζωή έχεις την ευκαιρία να χαρείς τα πράγματα για αυτά που είναι, όχι για αυτά που θα ΄θελες να 'ταν, ούτε για αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν. Έχεις την ευκαιρία να μυρίσεις τα λουλούδια -όχι, μυρίζεις τα λουλούδια όλη την ώρα, τζίζους, είσαι απλά τέλειος. Μπορεί να σε παρασύρει βέβαια αυτή η αντιμετώπιση, να πάρεις τον κατήφορο και μια μέρα να ξυπνήσεις στην Κόκα Ρίκα με χρυσό ρουθούνι και να πεις “που πήγαν τα τελευταία 30 χρόνια, πρέπει να κάνω κάτι με τη ζωή μου”, αλλά είναι αργά πια, είσαι 50 και ο Χουάβες σε περιμένει σε μισή ώρα για μπύρα στο μπαρ, θα 'ναι και το ξανθό γκομενάκι μαζί του, αυτό με τα μεγάλα βυζιά, οπότε ρουφάς το ρούμι σου, σνιφάρεις τη γραμμούλα σου την αυγουλωτή και δεν πάει και το παλιάμπελο.

Είναι ωραία πόλη γαμώτο μου η Σαλόνικα. Μεγαλούπολη με τα όλα της, κόσμος μιλιούνια, μαγαζιά, αυτοκίνητα, καυσαέριο, φρίκη. Αλλά βγαίνεις ώρες – ώρες σε κάτι γειτονιές που αψηφούν σθεναρά τη μόστρα του νέου κόσμου. Γειτονιές που φαντάζουν κλεισμένες σε γυάλινες σφαίρες, όπως τα Χριστουγεννιάτικα μπιχλιμπίδια με το χιόνι, παιδιά παίζουν μήλα στους δρόμους, προπολεμικά παππούδια σε καρέκλες συζητάν μεταπολεμικούς κερατάδες, σχεδόν μπορείς να μυρίσεις το ρυζόγαλο και την κρέμα γιώτης. Αυλές γεμάτες γλάστρες, γιασεμί και πορτοκαλιά, καμένο ξύλο και αυτή η τόσο χαρακτηριστική αλλά απερίγραπτη γιαγιαδίλα να πλανιέται στον αέρα, σε πάει βαρκάδα στο χρόνο και χαμογελάς, είναι να μη χαμογελάσεις? Πόσο ακόμα θα αντέξουν οι γραφικοί Γαλάτες ενάντια στην αυτοκρατορία της κόκα κόλα?

Και μόλις στρίψεις δεξιά στην ΦΙΑΣΚΟΥ, αυτοκινητόδρομος τετραπλής κυκλοφορίας, πανικός, κόρνες και λάστιχα να στριγγλίζουν, φρεναρίσματα και γαμωσταυρίδια, πρέζα και πούτσο και ξύλο και αίμα, τι να πεις? Ζούγκλα.


Περπατούσα πολύ ώρα και δεν είχα ιδέα που ήμουνα μα ήμουν καλά, όταν απ' τα αριστερά μου πέρασε αργά μια μοτοσυκλέτα -ωραίο μοντέλο πράγματι- της ομάδας ΔΙΑΣ. Ο ρόμποκοπ που καθόταν από πίσω με κόζαρε όσο περνούσαν και τον κοίταξα και γω. Το μακάριο χαμογελάκι μου πρέπει να του φάνηκε ύποπτο γιατί δυο μέτρα πιο κάτω σταμάτησαν τη μηχανάρα και κατέβηκαν. Με το χέρι να χουφτιάζει το όπλο πάντα, ο ένας με πλησίασε ενώ ο άλλος παρέμεινε πίσω απο τη μηχανή. Κάτι μου έλεγε ο πρώτος αλλά δεν άκουγα, είχα σκαλώσει με τον δεύτερο. Τι φάση? Κάθισε πίσω απ' τη μηχανή σε περίπτωση που πέσει πιστολίδι να προστατευτεί? Που τους εκπαιδεύουνε αυτούς?
Μα είχα κέφια, άρχισα με ένα ωραίο, ζεστό

“Καλησπέρα.”
“Ταυτότητα.”

Βγάζω ταυτότητα, πάντα μαζί με μια εικόνα του Άγιου Πατάπιου, η εικόνα απο πάνω. Πιστεύω ακράδαντα σ'αυτό το κόλπο. Περνάς υποσυνείδητα μηνύματα στον άλλο, εικόνα = χριστιανός, χριστιανός = γνώριμο, οικείο, = ακίνδυνο. Μεγαλώσαμε όλοι με σύμβολα, εικόνες, σταυρούς και εκκλησίες γύρω μας, είναι κάτι που ξέρουμε. Ο Πατάπιος δημιουργεί ένα μικρό υποβόσκον δεσμό εμπιστοσύνης ανάμεσα στο ρόμποκοπ και εσένα, κάνει τα πράγματα πιο εύκολα, ανάλογα πάντα το πως θες να το χειριστείς.

“Έχεις τίποτα?”
“Τίποτα παράνομο.”

Με κοιτάει μια από πάνω μέχρι κάτω. Δεν ήμουν ντυμένος και σαν πρότυπο φιλήσυχου πολίτη. Δερμάτινο, μαύρο μπουκάμισο, σχισμένο τζινάκι, χίπικο γυαλί, τσιγάρο στ' αυτί, μπύρα στο χέρι. Σα μαλάκας ήμουν βασικά, και γω θα με σταματούσα.

“Άδειασε τις τσέπες σου.”

Εδώ τα ψιλοχαλάμε, γιατί συνηθίζω να κουβαλάω ότι μαλακία μπορείς να φανταστείς στο τζάκετ, φυσαρμόνικες, κλειδιά, τετράδια, κωλόχαρτο, φυλλάδια, μισοφαγωμένα πιτόγυρα, κάνα πουράκι, φλασκί, χέσε μέσα, και τα έχω σε άριστη τάξη, κάθε τι στην τσέπα του.

“Όλες? Από που να αρχίσω ρε παιδιά.”

“Όλες, πάμε!”
Καλααααά, εσύ το θέλησες, αφήνω τη μπύρα κάτω και αρχίζω και του αραδιάζω όσο πιο χαλαρά μπορώ 10 κιλά σαβούρα στο καπό του πλησιέστερου αυτοκινήτου. Ο ρόμπο έχει μείνει ψιλομαλάκας γιατί έχει μαζευτεί πολύ πράγμα. Πιάνει τη φυσαρμόνικα και λέει

“Τι είναι αυτό, μαχαίρι?”
ΧΡΙΣΤΕ μου ήθελα τόσο πολύ να λυθώ στα γέλια αλλά του κάνω

“Όργανο, μουσικός είμαι.”

Ο άλλος εν το μεταξύ πρέπει να είχε αρχίσει να νιώθει ασφάλεια γιατί ξεμύτισε πίσω απ τη μηχανάρα και τσέκαρε τα συμπράγκαλά πιάνοντας τα ένα ένα σα να ψωνίζει στη λαική.

Παίζει τώρα οτι εκείνο τον καιρό βιοποριζόμουν παίζοντας μουσική στο δρόμο και κυκλοφορούσα πάντα με ψιλά, και όταν λέμε ψιλά ενοούμε κάνα δεκάρικο σε 10λεπτα 20λεπτα και 50λεπτα, πολύ κέρμα. Όταν βαριόμουνα να τα κάνω χοντρά σε περίπτερα τα έβαζα σε άδειες θήκες από καπνό γιατί αν τα 'χεις στην τσέπα και σου σχιστεί απλά τη γάμησες. Του έκανε εντύπωση λοιπόν και ρωτάει

“Που τα βρήκες τόσα ψιλά ρε?"
“Παίζω στο δρόμο.” Γυρνάει, με κοιτάει
“Που παίζεις?”
“Στην Αγία Σοφία, καμιά Αριστοτέλους.”

Αυτό που μου αρέσει στους μπάτσους της Σαλόνικας είναι οτι είναι λαικά παιδιά μωρέ. Δεν έχει “Τα χέρια στο καπό κύριε και όχι απότομες κινήσεις.”, όλοι φίλοι είμαστε, άμα τον αρχίσεις και για μπάλα θα σου μιλήσει.

“Πέφτει κάνα φράγκο?”

“Δεν βλέπεις?” του λέω “Κολυμπάω στο κέρμα, σαν τον Σκρούτζ Μακ Ντακ!”

Δεν το κατάλαβε. Εν το μεταξύ εγώ συνέχιζα να βγάζω μαλακίες, -εκείνη τη στιγμή έβγαζα μια κονσέρβα σαρδέλες αιγαίου πικάντικες σε φυτικό λάδι, μη ρωτάς. Λέει τότε

“Καλά, άστο, φύγε.”

“Το βράδυ παίζουμε εκεί, έλα να μας ακούσεις.”
“Καλά, καλά.” λέει γελώντας, καβαλάνε και κάνουν να φύγουν, όταν μου σκάει.

“Να σου πω φίλε, πως λέγεται αυτή η περιοχή?” Με κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε, με δουλεύει ή είναι ηλίθιος?

“Αμπελόκηποι.”
“Οκευ, ευχαριστώ.” και χάθηκαν στο ηλιοβασίλεμα.

Χοντρέ.




Τώρα ήξερα που ήμουνα, και δεν θα 'πρεπε να 'μουν εδώ, ακριβώς στην αντίθετη μεριά της πόλης μάλλον, μα ήμουν ακόμα καλά, οπότε τσίμπησα ένα μπυράκι και έστριψα στην οδό (κάτι με λάχανα ή μαρούλια, μου διαφεύγει, κάτι πράσινο τέσπα). Ήσυχος δρόμος, ούτε αμάξι. Προχώρησα λίγο σκεπτόμενος τη συνάντησή μου με τα όργανα της τάξης και την αίσθηση του προσανατολισμού μου που με πρόδωσε τόσο στεγνά και αλάδωτα κατα 180 μοίρες, όταν στα δεξιά μου, πίσω απο δυο υπερχειλισμένους κάδους πρόσεξα μια αλάνα και στη μέση της ένα εγκαταλελειμένο σπίτι.
Τα είχε όλα. Βομβαρδισμένο, τρύπες να χάσκουν στο ντουβάρι και τα μπάζα να ξεχύνονται σαν σωθικά, τεράστιο ξεραμένο δέντρο μπροστά, μισή ντουζίνα γάτες (οι μισές μαύρες) αλλά και σημάδια ανθρώπινης παρουσίας. Σκυλί ψωραλέο δεμένο με τριχιά κάτω απ' τη μαρκίζα, γλάστρες με γεράνια και σχολικές καρέκλες, καινούρια πόρτα και το κερασάκι στη μπουγάτσα, -πιστέψτε το- δορυφορικό πιάτο νόβα, του κουτιού.
Ήταν τέλειο. Ακροβατούσε στα όρια δύο εποχών, ήταν ο θρίαμβος του δυτικού πολιτισμού καρφωμένος σαν στιλέτο στο κουφάρι των παραδόσεων.

Προχώρησα μέσα στην αλάνα να το δω καλύτερα, και πρόσεξα ότι πίσω από ένα θάμνο με περίμενε μια παλιά πολυθρόνα, ελαφρώς ξεσκισμένη αλλά αρχοντική. Ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα. Μόλις κάθισα ανακάλυψα πόσο κουρασμένος ήμουνα. Έμεινα εκεί να χαζεύω το σπίτι και τα σύννεφα κάνα δεκάλεπτο. Η άλλη με περίμενε στις 6, ήταν 5. Δε γαμιέται, έχω κέφια, θα πάρω λεωφορείο. Θα κόψω και εισιτήριο, έτσι για το γαμώτο. Όχι, σκρατσ δατ, θα πάρω και άλλη μπύρα. Θα πάρω και ένα τηλέφωνο και τη Χριστίνα. Θα φάω και ένα πιτόγυρο με διπλή πίτα. Τι έκανα τελικά με τη Χριστίνα? Με μισεί?

Και εκεί, καθώς ρέμβαζα το τίποτα βυθισμένος στις ρηχές μου σκέψεις, χωρίς καμία προειδοποίηση -ο ουρανός γέμισε πουλιά. Άπειρα πουλιά, σπουργίτια? Ένα τιτάνιο, χειμαρρώδες κοπάδι από χιλιάδες, εκατομμύρια πουλιά. Ένα ατέλειωτο, ζωντανό μαύρο σύννεφο, έκρυβαν τον ήλιο σαν τα βέλη των Περσών και ελλίσονταν με ζηλευτή μαεστρία, κυλούσαν στον γαλάζιο ουρανό, ένα φτερωτό ποτάμι από τιτιβίσματα. Χόρευαν το πιο εκπληκτικό μπαλέτο, ομάδες αποκόπτονταν απο το σύνολο και χανότανε για λίγο, με μια απότομη ελλιπτική στροφή επανέρχονταν στο κύριως σώμα και ενώνονταν με αυτό, βουτούσαν στο κενό και ξαναπέραν ύψος. Πάνω στη στροφή το σμήνος γινότανε διάφανο, μετά ξανά μια σκοτεινή λαίλαπα, μετά πάλι διάφανο. Λες και κάποιος θεός - παιδί έπαιζε με πλαστελίνη, σχεδόν άκουγες το γέλιο του.

Το θέαμα ήταν εκπληκτικό, μαγευτικό,υπερφυσικό. Όση ώρα περνούσε όλο και περισσότερα ερχότανε, δεν νομίζω οτι έχω ξαναδεί τόσα πουλιά μαζεμένα ποτέ στη ζωή μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Είχα μείνει άφωνος. Είχα μείνει μαλάκας. Είχα ξαναβρεί την πίστη μου. Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Είχα σηκωθεί όρθιος, είχα φέρει τα χέρια στο κεφάλι, -και τότε το δεξί μου χέρι άγγιξε κάτι πάνω απ' τ' αυτί μου.

Διάολε, το δεύτερο μονοφυλλάκι.

Τόση ώρα είχα στο αυτί το δεύτερο μονοφυλλάκι.

ΔΙΑΟΛΕ, όση ώρα μιλούσα με το Ράμπο είχα στο αυτί μου το δεύτερο μονοφυλλάκι!


Ξανακάθισα στην πολυθρονάρα μου. Σταύρωσα τα πόδια, ήπια μια γουλιά μπύρα και έφερα το τσιγαράκι στο χαμόγελό μου. Τα πουλιά μπροστά μου είχαν ξεφύγει, φτιάχνανε δίνες, φτιάχνανε σχήματα δίχως ονόματα, λέγαν ιστορίες για τα ταξίδια τους, καλούσαν τους φίλους τους για περιπέτειες στα νότια. Το βουητό απ' τις φτερούγες τους, διάολε, υπνωτικό. Έβγαλα το ζίπο απ' την τσέπα και τζαφ, έσκασα το γενναίο μπαφάκι. Άφησα τον καπνό να βγεί ήρεμα απ το στόμα μου, τον είδα να απομακρύνεται, να αραιώνει και να χάνεται. Ήταν το πιο απολαυστικό γαράκι του κόσμου όλου.
Τα πουλιά βούτηξαν προς το μέρος μου. Όλη η αρμάδα πέρασε 20 μέτρα πάνω απ' το κεφάλι μου σηκώνοντας άνεμο και αφήνοντας πίσω δυο ντουζίνες κουτσουλιές -ούτε μια πάνω μου.

Γέλασα σα χαζό, “Πουλάκια, γαμάτε!” τους φώναξα.

Ήμουν στην κορυφή του κόσμου. Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη Θεσσαλονίκη, με μια Βεργίνα, ένα μισοτελειομένο πακέτο και ένα μονοφυλλάκι. Όλα τα άλλα γίναν απο μόνα τους. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα πραγματική, ειλικρινή πληρότητα. Άρχισα περιφερόμενος, χωρίς στόχο. Είχα προορισμό, μα ξεκίνησα για κάπου και βγήκα κάπου αλλού, και ανάθεμα αν θα 'μουν εδώ αν είχα πάρει την ευθεία και δεν έστριβα όπου μου έκανε κέφι! Ήμουν εγώ, εδώ και τώρα. Ήμουν χαρούμενος, ξεχείλιζα. Ήμουν ολομόναχος και όμως τόσο γεμάτος. Ήμουν άφραγκος κι όμως πάμπλουτος. Ήμουν....




Χτυπάει το κινητό. Η Λένα, την είχα ξεχάσει. Το σηκώνω.

“Που σαι ρε μαλάκα, έχει πάει και μισή, πρέπει να φύγω ρε μαλάκα με περιμένουν, άντε!”.

Δεν απάντησα. Δεν σταμάτησα να χαμογελώ. Πήρα τζούρα απ' το τσιγάρο και την άφησα να δραπετεύσει αργά απ' τα πνευμόνια μου. Παρατήρησα τον καπνό να απομακρύνεται, να αραιώνει και να χάνεται.

“Μ'ακούς? Πού είσαι? Ορφέα μ' ακούς?”

“Δεν έχουμε Ορφέα εδώ.”

“Πως? Μαλάκα πού είναι ο Ορφέας? Ποιός είναι?”

Έφερα το ηρωικό τσιγαράκι στο στόμα μου. Τράβηξα αργά, αργά την τελευταία τζούρα. Έκανα δυο τέλεια, ολοστρόγγυλα παχιά κυκλάκια στο αέρα. Το ένα διαλύθηκε. Το άλλο άρχισε να μοιάζει με μηδενικό, και τελικά, αφού απομακρύνθηκε αρκετά, χάθηκε και αυτό. Είχε πια αρχίσει να νυχτώνει. Δυο αστέρια έκαναν δειλά - δειλά την εμφάνισή τους στον μαβί ουρανό. Γέλασα.

“Ο πρίγκηπας των Αμπελόκηπων.”

“Ορφέα τον παίρνεις, χρειάζομαι τα χαρτιά για τη σχολή, μαλάκα σου λέω έλα, βιάζομαι, πρέπει να φύ......”

Της το 'κλεισα. Έκλεισα το κινητό και το πέταξα στον κάδο. Πέταξα τη γόπα, ήπια μια γουλιά μπύρα, έβγαλα ένα λάκι απ' το τζάκετ, άναψα. Δεν σταμάτησα να χαμογελώ.







Ξεκίνησε σαν μια απ' αυτές τις μέρες που δεν είσαι ακριβώς χαρούμενος, απλά λιγότερο δυστυχισμένος απο χτες, και τις περισσότερες φορές παρακαλάς για τέτοιες μέρες...

Αλλά εκείνη τη μέρα, για λίγες στιγμές ήμουν ο πιο γεμάτος άνθρωπος στη Θεσσαλονίκη. Ήμουν ολομόναχος μα δε μου έλειπε κανείς. Δεν είχα πολλά, μα δεν μου έλειπε τίποτα. Καθόμουν στο θρόνο μου. Η αλάνα ήταν το βασίλειό μου, το σπίτι το κάστρο μου, και τα πουλιά η αυλή μου.


Ήμουν ο Πρίγκηπας των Αμπελόκηπων.