Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Το Μαύρο Κοστούμι

Υπήρξε μια εποχή που τα χαρτζιλίκια του παππού ήταν η καλύτερή μου, μπουκάλι, ή μπουκάλι ανάλογα την περίσταση, και όλη η παρέα κώλος να σερνόμαστε στα πεζοδρόμια και να ανταλλάζουμε στραβά φιλιά και άτσαλα μπουνίδια.

Όταν ήμουν δεκάξι, είχα μια μαλλούρα να, μπούκλες-μπούκλες, κι ο πάππος μού 'σταξε μια κατοσταρού για να τα πάρω γουλί. Με πιάσανε για λίγο τα αντιδραστικά εφηβικά μου, αλλά μόνο για λίγο, μετά τα 'κοψα, τσίμπησα το μάνι και το ίδιο βράδυ δέκα άτομα μπουσουλούσαμε στην άσφαλτο, ανταλλάσαμε όρκους αιώνιας φιλίας φτύνοντας σάλια ο ένας στη μούρη του άλλου.

Ίδια φάση και με τα φράγκα που μου 'δινε για παπούτσια και για ρούχα. Ένα ελάχιστο ποσοστό πήγαινε σε κάτι φτηνιάρικο και αναλώσιμο ενώ τα υπόλοιπα τάιζαν (ή ποτίζανε μάλλον) τα βίτσια της ευαίσθητης ηλικίας μου.

Με το κοστούμι όμως ήταν άλλη ιστορία. Καταλάβαινα πως γι αυτόν ήταν πολύ σημαντικό, πως δεν με παίρνει να πάρω μια παλιατζούρα απ' τη λαϊκή και να τσεπώσω το περίσσευμα.

Χρόνια μ' έχωνε ο γέρος να το πάρω και χρόνια αντιστεκόμουν χωρίς να ξέρω πραγματικά το γιατί. Ήταν απ' αυτές τις περιπτώσεις υποσυνείδητης αντίστασης που καταλήγει σε χρόνια αναβλητικότητα. Φαντάζομαι πως δεν μου πήγαινε η καρδιά να τον ρίξω και σ'αυτό. Ή πως απλά βαριόμουνα να μπω στη διαδικασία. Η αλήθεια όμως είναι πως καθυστερούσα αυτή τη μικρή τελετουργία γιατί σήμαινε τη μετάβασή μου στην ενήλικη ζωή. Οι άντρες φοράνε κουστούμια. Έτσι είναι ο κόσμος του παππού μου. Κι εφόσον ο πατέρας μου δεν ήταν παρών, το 'νιωθε σαν υποχρέωση να μου προσφέρει αυτό το δώρο, ως άντρας προς άντρα.

Και τελικά το πήρα το κουστούμι. Μετά από σχεδόν μια δεκαετία, πήγα στο μαγαζί και διάλεξα μαύρο σακάκι, μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο, μαύρη γραβάτα κορδόνι και σταράκια αντί για λουστρίνια. Το πήγα και στο ράφτη να το φέρει στα μέτρα μου. Σαν τρέντυ μαφιόζος μοιάζω μ'αυτό το κουστούμι, όταν με είδε ο γέρος όμως έκλαψε. Κι όχι μ'αυτό το χαρακτηριστικό παραπονιάρικο κλαψούρισμα της γεροντικής άνοιας που βάζει μπρος συνήθως. Έκλαψε από χαρά, με ένα χαμόγελο σφηνωμένο κάτω απ' το γκρίζο του μουστάκι, με τον ίδιο τρόπο που έκλαψε όταν του έπαιξα πρώτη φορά το καλοκαίρι τα κομμάτια μου, στην αυλή, και μαζεύτηκε όλη η γειτονιά και καμάρωνε.

Μου πήρε πάρα πολύ καιρό να καταλάβω πως το κουστούμι που διάλεξα είναι κουστούμι κηδείας, μα μου πήρε ακόμα περισσότερο καιρό να καταλάβω πως ακριβώς αυτός ήταν κι ο σκοπός του. Ο παππούς μου ξέρει πως σιγά - σιγά μας αφήνει, μέρα με τη μέρα. Κι εμείς το ξέρουμε, μα είναι το αμήχανο μυστικό μας. Το θέμα που φυλάμε συνέχεια στην άκρη του μυαλού μας μα ποτέ δεν μιλάμε γι' αυτό. Ένα μικρό οικογενειακό ταμπού. Αλλά ο παππούς μου προνόησε.

Γιατί είμαι ο τελευταίος άντρας της γενιάς που κουβαλάει το όνομά του, κι ο παππούς μου δεν θέλει να πάω στην κηδεία του ντυμένος σαν λέτσος. Θέλει να φοράω ένα ακριβό κοστούμι, κομψό και ραμμένο στα μέτρα μου, να με βλέπουν οι γνωστοί του και να λένε, "Αυτός είναι ο Ορφέας, ο εγγονός του Παρίση, πρώτο παλικάρι, καμαρωτό και όμορφο!". Αυτό θέλει από μένα. Και είναι το λιγότερο που μπορώ να δώσω στον άνθρωπο που ξαγρυπνούσε στο πλάι μου όταν βασανιζόμουν από χίλιες και δυο αρρώστιες.

Για την ώρα, είναι καλά. Σηκώνεται να κατουρήσει και πέφτει συνέχεια ο φουκαράς, δεν τον κρατάνε πια τα πόδια του , και μας παίρνει η γιαγιά τηλέφωνο να 'ρθούμε πέρα να τον σηκώσουμε. Αλλά είναι θηρίο, τα κόκαλά του είναι φτιαγμένα από μπετό. Τριάντα χρόνια στα τσιμέντα και άλλα τόσα στο μέτωπο σ'τα κάνουν αυτά.

Καλά είναι. Τον πιάνει το παράπονο που βαράνε διάλυση μυαλό και σώμα, και κλαψουρίζει, μα μετράει ένα σχεδόν αιώνα ο άνθρωπος. Τι να περιμένεις από ένα υπερήλικο βρέφος.

Καλά είναι. Μια φορά τη βδομάδα κάνουμε μπαρμπέρικο. Του ξυρίζω τα γένια και του ψαλιδίζω το μουστάκι, και πολύ το χαίρεται που τον κάνω ομορφόπαιδο. Πού και πού του παίζω κιθαρούλα. Του δίνω φιλάκια στην καράφλα, και όταν με κοιτάει μ'αυτό το άδειο, χαμένο βλέμμα του θυμίζω τ' όνομά μου γιατί ξέρω πως δεν το θυμάται πια. Και μετανιώνω, μα την αλήθεια, μετανιώνω που δεν του λέω πως τον αγαπάω σήμερα, κάθε σήμερα, γιατί ένα απ' αυτά τα αύριο δεν θα' ναι πια εδώ.

Και θα 'ρθει η ώρα να βγάλω απ' τη ντουλάπα το μαύρο κουστούμι, να καταπιώ τα δάκρυά μου και να σταθώ στην οικογένειά μου, σαν άντρας, όσο θα τον βυθίζουμε αργά, αργά στη γη.

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Αι Αμ ε Χοίρο

Να 'μαι πάλι. Να ΄μαι πάλι μετά από κοντά ένα μήνα απομόνωσης και προβληματισμού, περισυλλογής και υγιεινής διατροφής, χωρίς αλκοόλ και ντρόγκα, ανασυγκρότησης του ηθικού προσανατολισμού μα κυρίως επαναπροσδιορισμού της προσωπικότητάς μου, να 'μαι πάλι να κατεβάζω μπύρες σ'ένα φοιτητόπαρτο, και μάλιστα απ' τα χειρότερα. Πέρασα απ' το μηδέν στο εκατό σε λίγες ώρες και ήταν πολύ πιο εύκολο απ' ότι νόμιζα.

Ο ψιλός από δίπλα κερνάει τσιγάρο, το παίρνω. Μετά κερνάει τσιγάρο, διστάζω, μα πίνω. Μετά μπύρα, την πίνω, και κατεβάζω και μια ακόμα μονοκοπανιά, έτσι για το γαμώτο.

Πολλά τσιπιρίκια, νιώθω σαν δράκος ανάμεσα σε κουτάβια, μα δεν έχει πλάκα. Και πολλά γκομενάκια, με ροδαλά μαγουλάκια και παγωμένα μπουτάκια. Το δίχτυ ασφαλείας που έπλεκα τόσο καιρό διαλύθηκε όταν ένα απ' αυτά, αρκετά ζαβλακωμένο απ' τα πολεμικά μπήτια, μ' αγκάλιασε και το στήθος της ακούμπησε πάνω μου. Βασικά, όχι, εκεί άρχισε να χαλαρώνει. Κατακερματίστηκε όμως όταν έβγαλε απ' την τσάντα της ένα μεγάλο μπουκάλι ρακί και είπε "ρούφα ελεύθερα".

Γκλαγκλαγκλαγκλαγκλαγκλα,  δεν έμεινα τίποτα, το διέλυσα σ'ένα μισάωρο. Τώρα η μουσική σα να 'ταν ωραία, έστω, ανεκτή. Κουνιόμουνα με τα μάτια κλειστά και χαιρόμουνα. Μια μικρή μου χαμογέλασε, της χαμογέλασα και άρχισε να μου τρίβεται.

Τότε όμως κάτι ένιωσα μέσα μου σαν συναγερμό, ή σαν κουδουνάκι, ή μάλλον, σαν ένα μικρό πλαστικό χεράκι απ' αυτά που έχουν οι γιαγιάδες για να ξύνουνε την πλάτη (ή τον κώλο) τους να μου δίνει μια προειδοποιητική σφαλιρίτσα στα αρχίδια της ψυχής, ένα απαλό παπ! Ψυλλιάστικα αμέσως τι τρέχει.

Χάνομαι. Βυθίζομαι πάλι. Που είναι η ισορροπία μου, που είναι το ζεν μου? Που είναι τα χάπια μου, ποιος έχει τα τσιγάρα μου? Τόσος καιρός, χαμένος. Σαν αυτά τα τυπάκια που τόσο γουστάρει πια ο αμερικάνικος κινηματογράφος, που μετά από καμιά δεκαετία καθαροί ξαναπέφτουν στην εκάστοτε ουσία.

Ντροπή. ντροπή και αίσχος. Είμαι ένας άθλιος. Κάθισα με την πλάτη σε μια κολόνα κι άρχισα να παρατηρώ το πλήθος, πασχίζοντας να εστιάσω το βλέμμα και τη σκέψη μου πίσω απ' το αλκοολικό παραβάν.

Κλάφτηκα για κάνα δεκάλεπτο, αλλά μετά αποφάσισα πως είναι πολύ αργά, το κακό έχει ήδη γίνει, θα το σκεφτώ αύριο πάλι, ας το φχαριστηθώ τουλάχιστον, έτσι κι αλλιώς είναι μικρή η ζωή, δεν υπάρχει πια γυρισμός, και τέτοια, και πως βασικά έχω σιχαθεί να κλαίγομαι, οπότε στ' αρχίδια μου.

Πήγα στο φίλο μου που χόρευε μπροστά, του πήρα τη μπύρα απ' το χέρι εν κινήσει, ο νίντζα, ο τσάκαλος, πολύ μαγκιόρικη φάση, μα ήταν άδεια, μόνο τα σάλια είχαν μείνει, αηδία.

Ο άλανος όμως πετάχτηκε αμέσως στο μπαρ και μου 'φερε μια φρέσκια. Στα καπάκια μου δωσε και τον καπνό του να στρίψω. Έστριψα ένα για 'μένα και ένα γι'αυτόν, έτσι σαν ευχαριστώ, όπως αρμόζει, και του 'δωκα και ένα φιλάκι στο μάγουλο.

Πάλι στη μέση του πλήθους, γκλαγκλαγκλα, πάει η μπύρα. Έρχεται η κοπελίτσα με τη ρακί να μου μιλήσει, κάτι λέει, δεν καταλαβαίνω, δεν ακούω τίποτα και δεν βλέπω μπροστά μου, κουνάω όμως το κεφάλι, χαμογελάω και λέω ανά 15 δευτερόλεπτα κάτι του τύπου "ισχυεί" ή "μμμ, όντως" ή "αχα". Τελικά έκανα να τη φιλήσω, κι αυτή τραβήχτηκε και έβαλε τα γέλια. Της λέω, τι γελάς, τι τραβιέσαι, θέλω να σε φιλήσω, εσύ δε θες? Με κοιτά με νόημα και λέει, "Ορφέα, το ίδιο θα έλεγες σε όποια και να 'τανε δίπλα σου αυτή τη στιγμή".

Ντάξει, πάσο. Μα να 'το πάλι αυτό το παπ! στα ψυχικά κάκκαλα. Να 'τοι πάλι αυτοί οι βαθύτατοι προβληματισμοί. Αμ αι ε φάκι χορ δεν? Γιατί τσουλίζω τόσο άγρια διάολε? Μα κυρίως γιατί δεν έχω μπύρα?

Ξανά στο μπαρ, φίλε κερνάς μια μπύρα?, ευχαριστώ. Γκλαγκλαγκλα. Χορός. Γκομενάκι. Χορεύουμε. Πίνω απ' τη μπύρα της, καπνίζω το τσιγάρο της. Φιλιόμαστε. Πιάνω τον κώλο της. Μετά δεν ξέρω. Μάλλον με παράτησε. Με ξυπνήσανε το πρωί, είχα κοιμηθεί στο πάτωμα με την πλάτη στο ηχείο.

Αυτόματος πιλότος, ποδαράτα σπίτι. Το στόμα ξερό, το κεφάλι βιασμένο. Πέφτω όπως είμαι μπρούμυτα  με τα ρούχα στο κρεβάτι, πέντε λεπτάκια και θα γδυθώ. Το γατί σκαρφαλώνει κι αρχίζει να γουργουρά και να τρίβεται στα μούτρα μου. Παίζει με τα αυτιά μου, ακουμπά τη μύτη του στην άκρη του στόματός μου να μυρίσει, φταρνίζεται.

Λίγο πριν τη νέκρωση οραματίστηκα το γατί σαν ιερό φύλακα της ηθικής μου ακεραιότητας, ντυμένο με επίχρυση παραδοσιακή στολή και μπαντάνα με κινέζικα ιδεογράμματα στο κεφάλι, να διαλογίζεται σιωπηλά δίπλα απ' τα ψυχικά μου αρχίδια και να τα χτυπά γρήγορα με τα χεράκια του κάθε φορά που κάνω τις γουρουνιές μου, και άρχισα να χαχανίζω βραχνιασμένα. Μετά, κοιμήθηκα.

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Φλόκια στα Διπλότυπα Είσπραξης Τύπου - Α

Έχεις περάσει ποτέ μέσα από τζαμαρία? Οι περισσότεροι νομίζουν πως η φάση πάει όπως στις ταινίες, πηδάς, το τζάμι σπάει σε χίλια κομμάτια και εσύ φεύγεις απ' την άλλη αλώβητος. Μα η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ω, πολύ διαφορετική. Με τη θραύση δημιουργούνται χίλιες μικρές αιχμές που σε ξεπετσιάζουνε. Φαντάσου να οργώνουν το σώμα σου  εκατό ξυραφάκια ταυτόχρονα, στα μούτρα, στα πόδια, στο λαιμό, στα χέρια. Φρίκη. Και πάλι όμως ρε μαλάκα. Δεν συγκρίνεται με το να μιλάς με τις καριόλες της εφορίας. Οι τύπισσες είναι καριόλες από πεποίθηση, όχι από ανάγκη ή εξαναγκασμό, είναι καριόλες από στυλ. Φτύνουν φαρμάκι όπως εμείς βάζουμε καπέλα και γιλέκα. Θα προτιμούσα να ξανααγαπηθω και να ξαναχωρίσω με όλες μου τις πρώην ταυτόχρονα σε διάστημα δύο μηνών παρά να περάσω μια ώρα ακόμα στα δωμάτια της δημόσιας γραφειοκρατίας. 

Θα μου πεις, Ορφέα, υπερβάλλεις. Ντάξ, ίσως να υπερβάλλω, δεν ξέρω, μα σήμερα μου 'ρθε ειλικρινά να βουτήξω απ' το παράθυρο, ή να τους πλακώσω όλους στις μάπες, ή, δεν ξέρω, να ξεβρακωθώ και να χορέψω μπρέικντανς στο πάτωμα.

Η Κ.Καριόλα μου λέει, "μπλα μπλα μπλα μπλαμπλαμπλαμπλα αμπλαούμπλα μπλα", της λέω "σεξ". Με κοιτάζει για δύο δευτερόλεπτα και λέει με τουπέ, "ορίστε?", της απαντώ, "σεξ, όλη την ώρα, στο μυαλό μου, σεξ". Η τύπα πήρε μια ανάσα με το στόμα ανοιχτό, την κράτησε, κοίταξε αριστερά ερευνητικά, κι εγώ συνέχισα, "φαντάσου να πλέεις σε ένα ποτάμι από βυζιά. Όλα τα μεγέθη και τα σχήματα. Εφηβικά, μεγάλα, άγουρα, πεσμένα, στητά, μικρά σαν λεμόνια, θηριώδη σαν μεταλλαγμένα καρπούζια, γερασμένα, ή σαν τα δικά σου, χοντρά και πανιασμένα, με μεγάλες -φαντάζομαι- ρώγες. Φαντάσου να κυλάς μακάριος σε ένα ποτάμι από βυζιά, βυζιά κάθε γούστου, και από πίσω να παίζει το ave maria." Δεν είπε τίποτα. Συνέχισε να με κοιτάει, έβγαλε την ανάσα κοφτά, το δεξί της μάτι πετάρισε λίγο πίσω απ' τα γυαλιά. "Τέτοιες μαλακίες σκέφτομαι όλη την ώρα", συνέχισα, "μου είναι δύσκολο να συγκεντρωθώ στο οτιδήποτε. Πρέπει να κρύβω τη στύση μου συνέχεια. Όταν φοράω στενά παντελόνια με πονάει. Σεξ, όλη μέρα, όλη την ώρα. Κι όταν δε φαντασιώνομαι ομηρικές παρτούζες, σκέφτομαι πώς θα 'σπαγα τα μούτρα των μπούληδων της παιδικής μου ηλικίας. Ή να πηδάω από παράθυρα. Όχι παρκούρ φάση, βουτιά στο κενό".

Την κοίταγα και με κοίταγε. Είχε αναψοκοκκινήσει. Φαντάστηκα τρία (3) πιθανά αποτελέσματα: να βάλει τους σεκιουρητάδες να με πετάξουν έξω με τρελή κλοτσοπατινάδα, να βάλει τα κλάματα και να ξαναρχίσει τα zoloft, ή να καυλώσει απεριόριστα, να γδυθεί και να αρχίσει να αυνανίζεται μανιασμένα πυροδοτώντας έτσι μια αλυσιδωτή αντίδραση ξεσκίσματος που θα καταλήξει σε ένα αχαλίνωτο όργιο τεσσάρων ορόφων στο μέγαρο της εφορίας. Το βλέπεις? Ιδρωμένα κορμιά πάνω σε στοίβες εντύπων Α12, συρραπτικά ως ερωτικά βοηθήματα. Χάρακες να σφαλιαρίζουν κώλους, κώλοι να χτυπιούνται μεταξύ τους πάνω σε ένα σωρό από τσαλακωμένα κατοστάευρα και βεβαιώσεις πολεοδομίας.

Μα δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Δεν της είπα τίποτα. Απλά έκανα υπομονή, όπως και όλοι οι άλλοι μαλάκες, μέχρι να ικανοποιηθεί η σαδιστική της μανία και να μ'αφήσει να φύγω. Μόνο όταν κατέβαινα τις σκάλες φώναξα με όλη τη δύναμη της κωλοφωνάρας μου "ΚΑΡΙΟΛΑΑΑΑΑ!" και έτρεξα έξω γελώντας, σαν πεντάχρονο που είπε τον παππού του μαλάκα.

Έχεις βουτήξει ποτέ μέσα από τζαμαρία? Εγώ δεν το 'χω κάνει, το 'χει κάνει όπως ένας φίλος μου, ακόμα τον ράβουνε. Μου 'πε ότι θα προτιμούσε να κάνει μπέιμπισίτινγκ στη χάνι μπούμπου για ένα χρόνο παρά να ξαναζήσει κάτι παρόμοιο. Νομίζω υπερβάλλει.

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Τα σκοτεινά κορίτσια της Ερμού

Πέρασαν και οι τρεις βιαστικά από μπροστά μου, τρέχοντας, γελώντας, κρατώντας η μία την άλλη μη χάσουν την ισορροπία τους πάνω στις δεκάποντες γόβες. Ξεφωνίζανε κάτι στη γλώσσα τους, κοντοστάθηκαν δυο μέτρα δίπλα μου. Η μία γύρισε πίσω βιαστικά, έριξε ένα τσαλακωμένο δεκάρικο στο κασελάκι του κλαρίνου, μου χάρισε ένα κάτασπρο χαμόγελο, γύρισε στις φιλενάδες της κι αρχίσανε πάλι το άτσαλο ποδοβολητό. Απ' την αντίθετη κατεύθυνση τα γαλάζια, σπασμωδικά φώτα αντανακλούσαν στις τζαμαρίες του σκοτεινού πεζόδρομου τρομάζοντας τις γάτες και τους λιγοστούς περαστικούς. Φώναξα ευχαριστώ ενώ αυτές χάνονταν σε ένα στενό, αφήνοντας πίσω τους τσιρίδες και γέλια.

Και μετά, σιωπή.

Ψιλόβροχο, ψυχρούλα, οι δρόμοι άδειοι. Κασκόλ, κομμένα γάντια, μεταξά στην τσέπη του παλτού. Θα 'ναι δε θα 'ναι μεσάνυχτα, μα σ' αυτή τη γειτονιά κανείς δεν έχει πρόβλημα, παίζω όσο και όποτε γουστάρω.

Τα γαλάζια φώτα χάνονται. Ένα κορίτσι από πάνω μου άκουσε το θόρυβο και βγήκε στο παράθυρο. Με βλέπει και κάνει με τσαχπινιά “Μη σταματάς βρε, θα μας τα κλάσουν.” Χαμογελάω. Φέρνω το όργανο στα χείλια, κλείνω τα μάτια.

Κάποτε που το λιμάνι του Βόλου ζούσε τη χρυσή του εποχή ο πεζόδρομος της Ερμού είχε δύο κόκκινα φώτα κάθε πρώτο στενό. Κάθε που τους αδειάζανε, τα ναυτάκια πλένανε τις μασχάλες τους στο νεροχύτη και ερχόταν να ξεδώσουν στα κορίτσια.

Δεν πρόλαβα και πολλά απ' τα παλιά μεγαλεία, μονάχα κάτι μπουρδελότσαρκες, Σάββατο βράδυ με φίλους που μου ρίχνανε δυο κεφάλια και καμιά δεκαετία. Μπαίναμε μέσα, καθόμασταν στον προθάλαμο που βρώμαγε φτηνό αρωματικό χώρου ανακατεμένο με ξύδι, μετά από λίγο ερχόταν και η τσατσά να μας δείξει την κοπέλα. Συνήθως όταν με έβλεπε έλεγε κάτι του τύπου “Καλέ, αυτό είναι μωρό, θα μας δέσουν όλους εδώ μέσα!” και όλοι γελούσανε, και της αντιγυρνούσανε κάτι του τύπου “Μωρό, μωρό... άμα σε βάλει κάτω όμως το μωρό!” και μου τρίβαν τα μαλλιά, και γω χαμογελούσα περήφανα και πονηρά μέσα απ' τα δόντια μου.

Σαν ερχόταν η σειρά των δικών μου, πριν μπούνε μέσα μου αφήνανε τον ζίππο και το πακέτο με τα μάλμπουρα να μην γκρινιάζω όσο τους περιμένω, και εγώ τα άναβα δυο-δυο και έδινα πάντα το ένα στην τσατσά, που στεκόταν δίπλα μου και έλεγε “Να βρε γομάρια, έτσι φέρονται, εσείς μόνο να ιδρώνετε ξέρετε!” Μετά ερχόταν οι δικοί μου, χαιρετούσαμε και φεύγαμε, και ένιωθα πάρα πολύ μάγκας που με βλέπαν τα άλλα τα μυξιάρικα να βγαίνω απ' το μπουρδέλο και να με χαιρετάει η τσατσά.

Τώρα, δεν ξέρω. Μεγάλωσα, δεν μοιάζουν τόσο γλυκά τα πράγματα. Άλλαξε και ο κόσμος, γέμισε ο τόπος σκληρούς και ασήκωτους μου φαίνεται καμιά φορά. Σαν βλέπω τα κορίτσια δεν μου γεννιέται το πονηρό χαμόγελο της παιδική ηλικίας, μονάχα θλίψη και απόγνωση μυρίζω πάνω τους. Και τα μπουρδέλα αλλάξανε. Το γλυκό και πρόστυχο κόκκινο φως που έκανε τα στενά να μοιάζουν με σκηνικά από αστυνομική ταινία έγινε άσπρο, τα στενά αποστειρώθηκαν, θυμίζουν νοσοκομεία.

Και τα βλέπω κάθε μέρα τα σκοτεινά κορίτσια της Ερμού που δουλεύουν πεζοδρόμιο, ίδια ώρα πιάνουμε δουλειά. Πάντα στην πένα, βαμμένες με κόκκινο κραγιόν στα σαρκώδη χείλια, γεμάτες παράξενα μπιχλιμπίδια, με φανταχτερά μπουφάν και τα μαλλιά καλλοχτενισμένα, πότε αφάνα, πότε ολόισια, τα μάτια τους να αστράφτουν κάτασπρα στη νύχτα. Με χαιρετάνε, τις χαιρετάω, και καμιά φορά μπορεί να πούνε “Έλα, πάμε.”, μα η απάντηση θα είναι πάντα η ίδια.

Στη μια γωνιά στήνομαι εγώ, στην άλλη αυτές. Παίζω τα μπλουζ κι αυτές κουνιούνται στο ρυθμό, τις βλέπω να φεύγουν αγκαζέ με τους πελάτες και μετά από λίγο να γυρνάνε μοναχές, και μια φορά που η μία περνούσε από μπροστά μου παρέα με ένα κουστουμάτο ψαρομάλλη του λέει, “Άντε, δώσε και στο παιδί, αφού έχεις!”, και ο τύπος γέλασε και μου 'ριξε πεντάευρο. Και δυο φορές περάσαν κάτι μουνόπανα και τις πείραζαν, τις άκουγα να φωνάζουν “Α, μη χτυπάς!”, και οι τύπου λέγαν “Μη χτυπάω? Σκυλαράπω, τυχερή είσαι αν δεν σου κόψω τη μύτη, ακούς?” μα αυτές δεν μασάνε. Και κάθε που βρέχει έρχονται δίπλα μου στο υπόστεγο και κάνουν πως χορεύουν και γελάνε. Και όταν τελειώνω και πάω να λύσω το όργανο μου λένε, “Το κλείνεις το μαγαζί? Πάει για απόψε? Αυτό ήτανε?”, και αναρωτιέμαι αυτές τι ώρα να σχολάνε μα ντρέπομαι να τις ρωτήσω.

Ίδια ηλικία θα 'χουμε, και διάολε, δεν ξέρω τι φίδια κουλουριάζουνε στο στήθος τους, και άμα τα βράδια που πλαγιάζουνε πλαντάζουν στο κλάμα κι απελπίζονται, μα πάντα είναι με το χαμόγελο στο στόμα τα κορίτσια της Ερμού. Καμιά φορά με μάτια δακρυσμένα, τρεκλίζουν και κουτσένουνε, κι όταν δε βγαίνουνε ή αργούνε να γυρίσουν με κάνουνε κι αναρωτιέμαι, κι ανησυχώ. Μα πάντα, πάντα θα μου χαμογελάσουν, θα μου παίξουνε τα βλέφαρα όταν με δούνε τα κορίτσια της Ερμού.

Κι εγώ τους παίζω μουσικές, όσο πιο δυνατά μπορώ, κλείνω τα μάτια και λυγίζω τις νότες μου να σπάσει λίγο το σκοτάδι, να βγάλουμε κι αυτή τη νύχτα γελαστοί.