Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Δυό Σέρβικα Φιλιά για το Δρόμο


Τέλη Σεπτέμβρη είχε πέσει κάπως η δουλειά. Είχα βάλει στην άκρη με το παραπάνω το ποσό που 'χα στόχο να μαζέψω και είχα πια αρκετό χρόνο για ξεκούραση, οπότε αποφάσισα ν' αρχίσω ξανά να πίνω.

Μόνο σε δυό μαγαζιά δεχόμουν να πατήσω το πόδι μου σε όλο το νησί. Το ένα ήταν ένα παλαίμαχο ροκάδικο με δυό συμπαθητικούς μπαρμπάδες πίσω απ' τη μπάρα, το Άλαμο του άφτερ, εγγύηση. Το δεύτερο, ήταν ακριβώς από δίπλα και φρέσκο, πρώτη χρονιά. Από το όνομα του μαγαζιού, μέχρι το ντύσιμο του μπάρμαν, μέχρι τη διακόσμηση ήταν το απόλυτο χιπστεριλίκι. Ο αφεντικός απ' την άλλη τύγχανε γνωστός απ' τα πολύ παλιά και πολύ ταλαντούχος μουσικός. Σχεδόν κάθε βράδυ ανέβαινε για λίγες ώρες στη σκηνή με την κιθάρα του και -όντας και πολύ ομορφόπαιδο- μάζευε πλήθη κοριτσούλες απ' τα ξένα κάτω απ' το πάλκο.

Το σκηνικό επαναλαμβανόταν ανεξαιρέτως κάθε βράδυ σαν καλοβαλμένη λούπα· στα αριστερά ένα τσούρμο μπουτάκια, μπρατσάκια και φουστίτσες να χορεύουν και να βαράνε παλαμάκια αποθεώνοντας τον παίδαρο στη σκηνή, από τα δεξιά δε, μια στρατιά ξελιγωμένα μάτια με ποτήρια στο χέρι να αδειάζουνε σβέλτα. Αναγνωριστικά σφηνάκια να φεύγουν αστραπή μόνο και μόνο για να γλιστρήσουν άδοξα και χωρίς το ηθελημένο αποτέλεσμα ανάμεσα σε σφιγμένα, κόκκινα χείλη, και μέχρι εκεί. Ούτε κουβέντες, ούτε τίποτα. Τα κορίτσια τους απέρριπταν σαν μάρτυρες του Ιεχωβά δέκα η ώρα το πρωί, και δυό φορές πιο αδίστακτα. Ξέραν καλά τι κάνανε.

Εγώ πάλι, ήθελα απλά να πιω. Μόλις σχολούσα, πολλές φορές χωρίς να αλλάξω καν ρούχα, στηνόμουνα στη μπάρα του χιπστεράδικου και κατέβαζα βότκες με τα μάτια κολλημένα στο τασάκι. Βότκες, τζιν και σφηνάκια απ' ότι μου 'χε λείψει αυτούς τους τέσσερις μήνες εντατικής αποτοξίνωσης. Ναι, ήταν όμορφα τα κορίτσια, μα το κορμί μου πονούσε σα να μ' είχε κλωτσήσει γαϊδούρι απ' την κούραση. Πέντε ποτά το διορθώνανε αυτό βέβαια, μου γαμούσαν όμως κάπως τις κοινωνικές δεξιότητες.

Τις λίγες στιγμές αδυναμίας που υπέκυψα στα γινάτια και τόλμησα να προσφέρω αλκοόλ και παρέα στις γοργόνες, ή το έχυσα πάνω τους, ή αποπειράθηκα να τις πλησιάσω εντελώς επιτηδευμένα καταλήγοντας να δίνω την εντύπωση εν δυνάμει βιαστή. Χάλι. Οπότε αρκούμουν στο να αδειάζω πακέτα και να νιώθω το ξύδι να αραιώνει την ψυχή και το αίμα μου. Μια θλιβερή τελετουργία αν θες, μα επιλογή μου.

Μετά τις πέντε βότκες μου -και αφού ο τροβαδούρος αποτελείωνε το σετ και έβαζε μουσική από κονσέρβα, ξεπόρτιζα για δίπλα. Άλλη βαβούρα από κει. Ο τύπος που το 'χει παίζει ακόμα με σιντί, πράγμα που ακούσια τον κάνει τον απόλυτο χιπστερά. Μα ναι, αυθεντικός. Τουλάχιστον αμφότεροι δεν σερβίρουνε μπόμπες. Πάλι μπάρα λοιπόν, red hot chilli peppers, black rebel motorcycle club και δε συμμαζεύεται. Παναγιά μου, η μουσική που έπαιζε εκεί ήταν φάρμακο στ' αυτιά μου. Στο μαγαζί ακούγαμε πάνω κάτω την ίδια λίστα σε επανάληψη όλο το καλοκαίρι. Αν δω ποτέ το Νταλάρα μπροστά μου θα τον φτύσω στο στόμα.

Και κάπως έτσι την έβγαζα προς το τέλος της σεζόν, με εξαίρεση τις μέρες που άραζα σπίτι να μαζέψω κάνα επιπλέον ροχαλητό. Τα εικοσάευρα μου φεύγανε σαν τσιγαρόχαρτα μα κάθε σέντσιο το 'χα ιδρώσει και το χαιρόμουνα. Τι να τα κάνω δηλαδή, να τα κλωσσήσω?

Τι είμαι, κότα?

Τα αγάπησα πάντως αυτά τα δυο μαγαζιά, αλήθεια. Ήταν ο δικός μου κήπος της Εδέμ, μόνο που ήμουν και ο Αδάμ και το φίδι. Ήταν μια μικρή θάλασσα αυτές οι μοναχικές τσιγαρόπνιχτες βραδιές, κι εγώ έκανα ύπτιο μες στα ποτήρια. Δεν θα 'θελα να το 'χα με κανένα άλλο τρόπο.

Κάτι ακόμα που αγάπησα σ' αυτά τα δυο μπαράκια -παρόλο που δεν με είχα για τέτοιο τύπο- ήταν οι τουαλέτες τους. Του χιπστεράδικου, τίγκα στυλιζαρισμένες, με έντονα χρώματα και χαμηλά, θολωτά φώτα. Με ρουστίκ βρύσες, παλιοί σωλήνες παντού, και τα πλακάκια στους τοίχους πολύ στυλάτα, ειδική παραγγελία απ' την Αγγλία. Το κατούρημα γινόταν μια σικ απόλαυση, σκέτη ντόπα. Το παλιοροκάδικο από την άλλη καμία σχέση, ξεχαρβαλωμένοι νιπτήρες και σοβάδες να φεύγουν απ' το ταβάνι. Μα είχε δυο καθρέπτες τοποθετημένους σε τέτοια γωνία ώστε να μπορείς να τσεκάρεις τον εαυτό σου απ' το πλάι και από πίσω, και πολύ την έβρισκα μεθυσμένος να τσεκάρω το προφίλ και τον κώλο μου.

Μια απ' τις τελευταίες νύχτες που πέρασα καμπουριασμένος στις ξύλινες μπάρες των αγαπημένων μου δηλητηριαστήριων, έτυχε να σκάσουν μύτη τέσσερις έφηβες Σερβίδες. Με τα όλα τους. Μία για κάθε γούστο. Η σιωπηλή συνεσταλμένη που λιβάνιζε το ποτήρι της, η κάπως πιο ξεβγαλμένη που φλέρταρε με τους θαμώνες, η ξεπεταγμένη που χόρευε σαν να την πληρώνουνε, και η τέταρτη και καλύτερη, μια θεόμουρλη καστανομάλλα που τσίριζε και κοπανιότανε σα να 'χε γλείψει το μουστάκι του Εσκομπάρ. Μία προς μία, αστέρια λαμπερά σε ξάστερο ουρανό χωρίς φεγγάρι.

Την πρώτη φορά που τις είδα λοιπόν, δεν έδωσα σημασία. Την επόμενη νύχτα όμως ήτανε πάλι εκεί. Είχε τύχη να είμαι με ένα φίλο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως του 'χα πει, “Κώστα, έχω πολλά λεφτά πάνω μου και σκοπεύω να τα φάω όλα”. Δεν είπε όχι ο Κώστας, είναι θαλασσινός. Και έτσι έγινε. Στην αρχή είπα να πάρω μπουκάλι, αλλά δεν είμαι τέτοιος τύπος. Μετά είπα να κεράσω από ένα σφηνάκι όλο το μαγαζί, μα τελικά ούτε τέτοιος είμαι. Κέρασα εμένα, τον Κώστα και, άντε, παρήγγειλα και μια γύρα σφηνάκια για τις Σερβίδες. “Άστες ρε να παν να γαμηθούν αλλού”, μου 'χε πει τότε ο Κώστας, “έλα να τα πιούμε εμείς”, και συμφώνησα. Εμπιστεύτηκα τη λογική του, αφού η δικιά μου αρκετά συχνά με προδίδει.

Η σερβιτόρα όμως τα είχε πάει στο τραπέζι τους πριν προλάβω να της δώσω άκυρο. Οπότε, φακ ιτ, σηκωθήκαμε και εμείς και πήγαμε να τσουγκρίσουμε με τα κορίτσια. Χελόου, απο πού είστε κορίτσια? Τίποτα. Κοίταζαν διστακτικά μία εμένα και μία τα ποτήρια. Τελικά τα σήκωσαν, τσουγκρίσανε απαθέστατα και τα άφησαν στο τραπέζι μισοπιομένα. Η συνεσταλμένη μάσησε ένα θενκ κιου, μου το έφτυσε στη μούρη και γύρισε απ' την άλλη επιδεικτικά. Η μουρλή καστανομάλλα μόνο το κατάπιε. Μου χαμογέλασε με νάζι και γύρισε στο χορό της. Ξανακάτσαμε κι εμείς από τη μεριά μας να συνεχίσουμε το δύσκολο έργο.

Πιο μετά κάναμε ακριβώς το ίδιο και από δίπλα στο ροκάδικο θαρρώ, δεν είμαι σίγουρος. Αργά ή γρήγορα επήλθε κάποιο είδος κατολίσθησης στη συνοχή των γεγονότων. Θυμάμαι μόνο πως το επόμενο πρωί ξύπνησα -πάλι καλά- στο κρεβάτι μου, δυόμισι ώρες όμως αργότερα απ' ότι έπρεπε. Στα αριστερά μου, μια ξανθοκάστανη χαίτη. Στα δεξιά μου, μια λίμνη από ξερατά στο πάτωμα· μισοχωνεμένα μακαρόνια με κιμά, και άλλα ακατονόμαστα υγρά. Δεν σκέφτηκα καθόλου, δεν είχα την πολυτέλεια την επεξεργασίας. Πέταξα πάνω μου δυο ρούχα, έβαλα γυαλιά και τσακίστηκα στη δουλειά γαβγίζοντας. Δεν είχα δικαιολογία για το αφεντικό, ήμουν πρησμένος, ξεμαλλιασμένος, βρώμικος και έζεχνα σεξ, αλκοόλ και ιδρώτα· ήμουνα ένα ατύχημα. Είπα απλά συγνώμη.

Όταν σχόλασα για μεσημέρι κατέβηκα στην παραλία, ήπια χαλαρά ένα φρέντο χαζεύοντας το τελευταίο τουριστικό κύμα, και μόνο ενώ παρήγγειλα μαγιονέζα στις πατάτες και ταμπάσκο στο μπέργκερ θυμήθηκα την κοπέλα. Πρώτα σαν όνειρο, μετά σαν φευγαλέα αλκοολική ανάμνηση, μετά σαν αμάσητο κομμάτι φαγητού που κατεβαίνει αργά στο λαρύγγι.

Σκατά. Την κλείδωσα μέσα? Νομίζω την κλείδωσα μέσα, σκατά. Γύρισα άρον-άρον σπίτι με το φαγητό ανά χείρας. Το σχέδιο μου να ξορκίσω το χανγκόβερ γουρουνιάζοντας και βλέποντας Rick & Morty γαμήθηκε πατόκορφα. Γνωριμίες, φιλάκια. Ιστορίες. Χριστέ μου... Δεν είχα καμία όρεξη. Και όλο το χάος στο δωμάτιο. Δεν είχα όρεξη γαμώτο, καμία όρεξη. Ήθελα να βουτήξω στη μαγιονέζα και να κοιμηθώ βαριά ένα δίωρο πριν ξαναπιάσω δουλειά, να μην χρειαστεί να αλλάξω κουβέντα με κανένα. Δεν ζητούσα πολλά. Δεν ήθελα ούτε κλαρινογαμπριλίκια ούτε πίπες ούτε τίποτα. Ήθελα να χυθώ σα λουκουμάς δίπλα στο ξερατό μου και να λιώσω καρφωμένος στην οθόνη. Η μικρή τα χαλούσε όλα. Θα έπεφτε γκρίνια. Θα έπεφτε πανικός. Ίσως και τσατίλα και έτσι. Και χάπια της επόμενης μέρας ίσως. Χριστέ μου...

Μα η Σερβίδα δεν ήταν εκεί. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Τα ξερατά σφουγγαρισμένα, το κρεβάτι στρωμένο. Το δωμάτιο ψιλοτακτοποιημένο, η μπαλκονόπορτα ανοιχτή και το κορίτσι άφαντο. Η μουρλή είχε πηδήξει τρία μέτρα απ' το μπαλκόνι στο δρόμο. Κοίταξα δύσπιστα μέσα στη ντουλάπα και κάτω απ' το κρεβάτι, μα του κάκου. Έψαξα να βρω κάποιο σημείωμα, κάτι. Του κάκου. Τα μόνα που λείπανε ήταν ένα αποξηραμένο τριαντάφυλλο, ο φορτιστής μου και ένα εικοσάευρο απ' το κομοδίνο. Και η μουρλή.

Αποδέχτηκα το γεγονός ψύχραιμα, τα απολεσθέντα υλικά αγαθά σαν αναπόφευκτες παράπλευρες απώλειες μιας ανήσυχης νύχτας. Σαβούρωσα το μπέργκερ και κοιμήθηκα, ήρεμος που η μικρή ήρθε και έφυγε απ' τη ζωή μου τόσο γρήγορα, με τη χάρη ενός ατυχούς ανοίγματος της πόρτας μιάς κατειλημμένης τουαλέτας.

Αμ δε.

Την επόμενη ήτανε πάλι στο μπαρ. Και τη μεθεπόμενη. Και τέσσερις ακόμα βραδιές μετά απ' αυτή, εκεί, η ίδια γαμημένη κοριτσοπαρέα, να ρίχνει βλέμματα και να χαχανίζει, να σειέται και να λυγιέται μπροστά μου σαν να μην υπάρχει αύριο.

Και η καστανομάλλα, φωτιά. Να χορεύει με τη λύσσα Τούρκου ανασκολοπιστή, να κουνάει μαλλί και κώλο πέρα-δώθε σαν ξεχαρβαλωμένη. Αλλά με χάρη, σίγουρα με χάρη. Ντράπηκα, είναι η αλήθεια όταν την ξαναείδα και δεν της μίλησα. Ούτε κι αυτή σε μένα δηλαδή. Για δυο βραδιές σερί καθόμουνα στην μπάρα του χιπστεράδικου με πλάτη στις Σερβίδες και κατέβαζα βότκες, τζιν και σφηνάκια απ' ότι μου 'χε λείψει, προσπαθώντας να κουνήσω τις γόπες στο τασάκι με το μυαλό μου.

Αυτές, τα ίδια. Πίνανε -αν έχεις το θεό σου- σαμπάνια σε κολονάτα ποτήρια και γουστάρανε τον μαριάτσι στη σκηνή. Πού και πού η δικιά μου ερχότανε προς τα πολύ κοντά, με σκουντούσε άθελά της, έριχνε ένα βαθύ βλέμμα και συνέχιζε να χορεύει. Ίσως να της χρωστούσα ένα συγνώμη, ή ένα ευχαριστώ ή κάτι τέτοιο· καταβάθος πίστευα όμως πως θέλανε απλά να τις κεράσω σφηνάκια, ή την προσοχή μου, ή και τα δύο.
Την τρίτη νύχτα, ενώ έπλενα τα χέρια μου στο νιπτήρα μετά από ένα πολυτελές κατούρημα, η φευγάτη μπήκε στην τουαλέτα και βάλθηκε να πλένει τα χέρια της δίπλα μου. Παρατήρησα πως ήταν πολύ άσχημα καμμένη. “Watch yourself, sunburn girl”, της είπα. Αυτή χαμογέλασε, με κοίταξε με νόημα και είπε με πολύ τουπέ, “We're not going to be here forever you know. Tomorrow is the last night”. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Σάστισα κάπως. Δεν είπα τίποτα. “Okey”, είπε, και ξαναβγήκε. Οκέυ. Ιτσ όκευ.

Την επόμενη νύχτα έγινα στουπί. Κόκκαλο. Λατέρνα. Ακορντεόν. Σαμπρέλα. Δαυλί. Ναι ήταν η τελευταία τους νύχτα, μα ήταν και η δική μου τελευταία νύχτα στο νησί, και δεν έδινα δεκάρα. Το ξημέρωμα θα είχα την ελευθερία μου πίσω. Ήπιαμε δυο μπουκάλια κρασί στο μαγαζί με τους συνάδελφους, στο καπάκι τρεις μπύρες στο μπεργκεράδικο, στο καπάκι σφηνάκια στη γύρα, στο καπάκι για ποτό στα γνωστά. Ο παίδαρος έπαιζε, το 'χα μάθει απ' έξω πια το σετ του. Γινόταν χαμός. Και ναι, να τα τα κορίτσια, να δίνουν ρεσιτάλ έκτη νύχτα στη σειρά, χαμός στο ίσωμα. Σαμπάνια, πλατούλες-κοιλίτσες απ' έξω και οι κώλοι εκκρεμές. Εγώ πάλι, τις βότκες μου, το πακέτο μου και να χαζεύω τον κόσμο. Με διακατείχε μιά κάποια αμηχανία βέβαια. Η έξαψη της τελευταίας νύχτας. Το άγχος της τελευταίας ευκαιρίας, αλλά της τελευταίας ευκαιρίας για τι ακριβώς? Δεν υπήρχε και πολύ δυνατότητα για κάτι πραγματικά ενδιαφέρον. Κυρίως ήθελα να ξεσουρώσω μεσημέρι στην άλλη άκρη της θάλασσας.

Αριστερά τα κορίτσια, δεξιά τα αγόρια. Σαν παρωδία σχολικού χορού μοιάζαμε, και δεδομένου του μέσου όρου ηλικίας εκεί μέσα, δεν απείχε και πολύ. Δίπλα μου καθόταν ένας τύπος, σαρανταφευγάρης. Ψηλός, γκρίζο μαλλί μέχρι το λαιμό, κουλ τύπος. Μου 'πιασε την κουβέντα, τα ψιλοείπαμε. Γερμανός, είχε κάτι δωμάτια πιο πέρα, ελληνικά δεν ήξερε πάντως. Με ρώτησε αν πίνω μαύρο. Του λέω όχι. Με ρωτάει αν θέλω ένα ποτό. Του λέω ναι. Νόμιζα πως μου την έπεφτε πλαγίως μα δεν με ένοιαζε.

“These girls are awesome man, I wanna fuck them”, μου κάνει.

“Good for you mate, Ι'm here to drink”, του λέω. “If you wanna fuck them though, you should buy them some shots”.

Με κοίταξε με απορία, λες και του ξεφούρνιζα κάποιο αρχαίο μυστικό. “You think?”

“Sure”.

Και ψήθηκε ο μπάρμπας. Τις κέρασε μια τεκίλα με πορτοκαλάκι και απ' όλα, και προσπάθησε να τους πιάσει την κουβέντα, χωρίς αποτέλεσμα. Τον κλάσανε πανηγυρικά. Όταν γύρισε του είπα, κέρασέ τες και ένα δεύτερο και θα σου κάτσουνε, μα αυτή τη φορά μην πας εκεί, κάτσε εδώ και κλεισ' τους το μάτι από τη μπάρα, μυστήριος φάση.

“You think?”.

“Sure”.

Το 'κανε ο γερο-τράγος. Φυσικά τον ξανακλάσανε, απλά λύθηκαν στα γέλια. Το διασκέδαζα που να με πάρει ο διάολος. “Αυτά τα κορίτσια είναι επαγγελματίες”, μου είπε απογοητευμένος. Τέλειωσε το ποτό του και έφυγε μπουχτισμένος. Μετά από λίγη ώρα βαρέθηκα το σόου και ξεπόρτισα και εγώ για το κυρίως πιάτο, από δίπλα.

Πρώτος-πρώτος που αντίκρισα, στρογγυλοκαθισμένος στο αγαπημένο μου σκαμπό, ο Γερμαναράς. Δεν είχε πάει μακριά.

“My friend”, λέει, “come on, I'm buying you another one”.

“Sure”.

Ένας Γερμανός ξενοδόχος και ένας Έλληνας σερβιτόρος μπαίνουν σε ένα μπαρ. Σαν κακό ανέκδοτο ήμασταν. Παρέα θέλαμε, κι αυτός κι εγώ, όπως όλοι. Κουτσοπίναμε κι ανταλάζαμε απόψεις και ιστορίες, βρίζαμε τους ανθρώπους, τον κόσμο, το θεό. Και αργά η γρήγορα, τσουπ, να 'τα και τα κορίτσια. Τις περίμενα. Βλέπεις δεν το 'χα μόνο εγώ δίπορτο· όλοι όσοι δεν γουστάρανε τα κλαμπς το ίδιο δρομολόγια κάνανε. Κλείναμε το χιπστεράδικο και ερχόμασταν στο Άλαμο να πιούμε όσο φαρμάκι προλαβαίνουμε πριν το ευλογημένο ξημέρωμα.

Ο δικός μου είχε κολλήσει με τις μικρές. Του τρέχανε τα σάλια και δεν έλεγε να ξεκολλήσει.

“Do you think I should maybe buy them another shot?” ρώτησε.

Και προς στιγμήν μου φάνηκε πως θα 'χε πλάκα να τον βάλω να τις κερνάει αβέρτα όλη νύχτα μα δεν ξέρω, ένιωσα λίγο άσχημα. Ήταν κωμικό· εγώ, απ' όλα τα άτομα, να δίνω συμβουλές σ' ένα τύπο με τα διπλάσια χρόνια μου. Ίσως με τσάτιζαν και οι γκόμενες απ' την άλλη, όλο αυτό το στημένο στυλάκι. Έμοιαζαν με δολώματα. Σέξι, νεανικά δολώματα. Και εμείς οι χάνοι.

“Let's just drink man”, του είπα και παρήγγειλα δυο σφηνάκια. “These girls are impossible”.

Και πριν προλάβω καλά-καλά να τελειώσω τη φράση μου, να 'σου ένα τυπάκι από το πουθενά, λιμοκοντόρος με τα όλα του, πιάνει την καστανομάλλα και της αρχίζει ένα μπίρι-μπίρι πρώτης κλάσεως. Και να γελάει αυτή και να πουλάει αυτός τον σάπιο πρόλογό του χειρονομώντας σαν τροχονόμος, και να τραντάζονται απ' τα γέλια και να πιάνονται.

“Oh my God”, κάνει ο δικός μου, “Are you seeing this? How is he doing that!”.

Και όντως το παλικάρι έδινε ρέστα· τις είχε πιάσει και τις τέσσερις και καθότανε στη μέση με το κουστουμάκι και τα τέτοια του και τις έπλαθε σαν ζυμάρι. Τις πέθαινε. Όλο το μαγαζί τον κοίταζε με ζήλια και θαυμασμό, σαν τον μεσσία. Σιγά-σιγά έχωσε και τα φιλαράκια του στη φάση και γίνανε όλοι μαζί μια ωραία παρέα.

“What the hell is he saying? He is the magicman!”. Του 'χανε πέσει τα σαγόνια του φίλου, και δικαιολογημένα. Τι να του έλεγα. Δεν είχα ιδέα τι σκατά μπορεί να τους τσαμπουνούσε τόση ώρα. Εγώ ούτε κουβέντα για τον καιρό δεν μπορώ να πιάσω. Άλλοι μπορούν να βγάλουν γκόμενα συζητώντας για την ψωρίαση. Ή το 'χεις ή δεν το 'χεις. Παρήγγειλα δυο σφηνάκια ακόμα και τα κατεβάσαμε σιωπηλοί παρατηρόντας το μυστήριο. “To the magicman!”.

Αργά ή γρήγορα χαιρέτησα το φίλο, χαιρέτησα και τα παιδιά πίσω απ' τη μπάρα κι έκανα να φύγω. Κι έτσι όπως φοράω το μπουφάν και σηκώνομαι, βλέπω τη μικρή να ξεκόβει αργά απ' την παρέα και να με πλησιάζει. Την πλησιάζω κι εγώ. Στέκεται πολύ κοντά μου. Είναι και αυτή τύφλα, ίσως πιο πολύ από μένα. Με κοιτάει, την κοιτάω. Χαμογελάει κάπως, ένα σχεδόν παιχνιδιάρικο μειδίαμα, της χαμογελάω κι εγώ. Δεν μου μιλάει, δεν της μιλάω. Κοιτιόμαστε. Τι να της έλεγα άλλωστε? Θες να 'ρθεις σπίτι μου να λιποθυμήσουμε παρέα στο κρεβάτι μου? Αύριο θα σφουγγαρίσω εγώ τα ξερατά κι εσύ θα με κλειδώσεις μέσα, ψήνεσαι?

Έγειρε το κεφάλι, σήκωσε το χέρι της και ανοιγόκλεισε την παλάμη, μπάι-μπάι. Της έκλεισα το μάτι και βγήκα. Και δεν ξέρω κοντοστάθηκα εκεί απ' έξω. Ίσως όντως να ήθελα να λιποθυμήσω μαζί της στο κρεβάτι. Δυο νεκρωμένα κορμιά σε ένα βρώμικο στρώμα είναι σίγουρα καλύτερα από ένα. Και που ξέρεις. Θα μπορούσα να την πάρω μαζί μου για καμιά αλητεία στην μαγευτική Ελληνική επαρχία. Άμα την άφηνε ο μπαμπάς της. Ή θα μπορούσα να πάω να τη δω στη Σερβία, να την πάρω το μεσημέρι απ' το σχολείο. Να μου πει τι μαθήματα κάνουνε εκεί στη δευτέρα λυκείου.

Κοίταξα μέσα απ' το γυάλινο παράθυρο. Με είδε. Σήκωσα το χέρι και της έκανα μπάι-μπάι χαμογελαστός. Αυτή με κοίταξε ανέκφραστη, διστακτική και περίεργη· έδωσε αργά δυό φιλιά στην παλάμη της και μου τα φύσηξε, δυό Σέρβικα φιλιά στον αέρα. Και γύρισε στο ποτό της, στις φίλες της, στον πολυλογά τζιτζιφιόγκο με τη χρυσή γλώσσα, στη δυνατή μουσική.

Δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι, τουλάχιστον όχι αμέσως. Μέτρησα τα ψιλά που μου 'χανε μείνει στην τσέπη και ξαναμπήκα στο χιπστεράδικο για ένα τελευταίο ποτό. Ήταν και η δική τους τελευταία νύχτα· κλείνανε για τη σεζόν. Τα 'παμε λίγο, δώσαμε ραντεβού για του χρόνου. Συζητήσαμε τα σχέδιά μας για το χειμώνα, αγκαλιαστήκαμε.

Πήγα για μια ύστερη φορά στην πολυτελή τουαλέτα τους. Έπλυνα τα χέρια μου στο πορσελάνινο νιπτήρα, θαύμασα την πολυπλοκότητα των σωληνώσεων. Στην χέστρα τα 'κανα σκατά, ήμουνα πολύ μεθυσμένος. Πήρα ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί, το τύλιξα· σκούπισα πολύ προσεκτικά γύρω-γύρω τη λεκάνη απ' τα κάτουρα και τις τρίχες. Γυαλί την έκανα. Σήκωσα τα πεσμένα κωλόχαρτα απ' το πάτωμα και τα 'ριξα μέσα στον κάδο. Εκτίμησα περήφανος τη δουλειά μου. Εκτίμησα τον προσεγμένο χώρο, το μεράκι των παιδιών. Ήταν μια πραγματικά πολύ ωραία τουαλέτα.

Δεν ξέρω γιατί είμαι έτσι διάολε.




Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Ω, λα λα!

Έχω την τάση να κρίνω τον χώρο στον οποίο μένω με βάση το πόσο ουρανό βλέπω απ' τα παράθυρα. Τις τελευταίες μέρες, μένω στο δωμάτιο τέσσερα ενός μοτέλ των δεκαπέντε ευρώ τη νύχτα. Το μερίδιο του ουρανού που μου αναλογεί σπάνια υπήρξε μικρότερο.

Βρίσκεται ενάμισι μέτρο μέσα στη γη, πράγμα που σημαίνει πως είναι υγρό, μουχλιασμένο και σκοτεινό. Για δεκαπέντε ευρώ ακόμα θα μπορούσα να ξεκλειδώσω μια πόρτα μέσα στο δωμάτιο που θα μου δίνει πρόσβαση σε ένα κουζινάκι, ένα νεροχύτη κι ένα ψυγείο.

Την πρώτη νύχτα που μπήκα, γύρω στα μεσάνυχτα, το δωμάτιο μύριζε κάτουρο, ιδρώτα, πουτσίλα και μούχλα, όλα μαζί. Η χέστρα μια αηδία. Ούτε σεντόνια, ούτε πετσέτες, ούτε κωλόχαρτο. Το βράδυ κάποια ξελιγωμένα έντομα με βίασαν, κι ακόμα αναρωτιέμαι αν το στρώμα έχει κοριούς, μα δεν έχω το σθένος να το σηκώσω και να δω από κάτω. Προτιμώ να μην ξέρω.

Αυτά τα δωμάτια τα νοικιάζουν κυρίως μπατίρηδες ναυτικοί, οπότε ο ιδιοκτήτης ποτέ δεν έδωσε πολύ σημασία στις ανέσεις, ή στις υποδομές, ή στην καθαριότητα. Τα έπιπλα μοιάζουν να μαζεύτηκαν απ' τα σκουπίδια, χωρίς να καθαριστούν. Στα περισσότερα είναι κολλημένα αυτοκόλλητα από γιαουρτάκια και τσίχλες. Μέσα στη ντουλάπα είναι χαραγμένα καμιά εικοσαριά ονόματα και ημερομηνίες, κάποια ξένα κάποια ελληνικά, όλα αντρικά.

Την πρώτη νύχτα που μπήκα μέσα λοιπόν, κανονικά θα 'πρεπε να 'χω φρικάρει, να πάρω των ομματιών μου και να πάω στο διπλανό ελαφρώς πιο κυριλέ ξενοδοχείο των 25 ευρώ τη νύχτα. Να κάνω ένα ζεστό μπάνιο και να ξαπλώσω στο φρεσκοπλυμένο σεντόνι, μόνος μου, χωρίς μια στρατιά πεινασμένα σκατάκια να με τσιμπολογάνε. Αλλά δεν ξέρω, πείσμωσα. Δεν είχα μείνει ποτέ σε χειρότερο μέρος -χωρίς να μετράμε την ύπαιθρο. Ήθελα να δω πως είναι, να ξέρω αν μπορώ να το διαχειριστώ. Ούτως ή άλλως ούτε λεφτά είχα για πέταμα, ούτε με ενδιέφερε ποτέ ιδιαίτερα η θέα, ή οι ανέσεις, ή οι υποδομές, ή η καθαριότητα.

Μετά από δυο μέρες ένιωθα σαν το σπίτι μου. Πήρε βέβαια μισό μπουκάλι χλωρίνη και ώρες τριψίματος, αερίσματος και γενικού σουλουπώματος. Πίσω απ' τα έπιπλα δεν τολμώ να κοιτάξω, ούτε καίγομαι. Μετά από σκληρά παζάρια μου άνοιξαν την κουζίνα στην ίδια τιμή. Το πρώτο μαγειρεμένο γεύμα ήταν μια μικρή νίκη, απ' αυτές που σε γεμίζουν μ'ένα αίσθημα περηφάνιας, κάτι σαν "φακ γιε, είμαι ενήλικας."

Οι τοίχοι είναι φτιαγμένοι από τσιγαρόχαρτο, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Μέσα σε λίγες ώρες ακρόασης μπορούσες να μάθεις την πλήρη οικογενειακή και γκομενική κατάσταση των υπόλοιπων ενοίκων, καθώς και τις πορνογραφικές προτιμήσεις όσων διέθεταν λάπτοπ. Οι περισσότεροι όμως την κάνουν μετά απο δυο-τρείς μέρες. Σε κάποια φάση που βρέθηκα μόνος στο μοτέλ ένιωσα μια πρωτοφανή μοναξιά χωρίς το μπούρου - μπούρου απ' τις μονίμως ανοικτές τηλεοράσεις και το τζίγκι - τζίγκι απ τα ποτήρια. Άλλες μέρες υπέκυψα στο κλισέ του εργένη ταξιδιώτη και κάθισα να πιω δυο μπύρες βλέποντας χαζομάρες μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Μια άλλη έγινα στουπί και κόντεψα να δείρω τον ρεσεψιονίστ, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Ο κοινός χώρος του μοτέλ αποτελείται από δυο θεόβρωμες πολυθρόνες, ένα ξεχαρβαλωμένο τραπεζάκι (κι άλλα αυτοκόλλητα) και ένα παλιό, χαλασμένο ψυγείο γεμάτο περιοδικά. Δίπλα, ένας πάγκος με δυο σκονισμένες καφετιέρες, πλαστικά ποτήρια, καλαμάκια και τρία-τέσσερα βάζα. Ακριβώς από πάνω τους, μια ξεθωριασμένη Α4 κολλημένη με σιλοτέιπ προσφέρει δορεάν καφέ. Όταν έβγαλα το καπάκι του νεσκαφέ αντίκρισα μια μαύρη, συμπαγή μάζα. Όταν άνοιξα το βάζο με τη ζάχαρη είδα μια ψαλίδα να κόβει βόλτες ευτυχισμένη πάνω στα κρυστάλλινα λοφάκια.

Η τηλεόραση μοιάζει έτοιμη να εκραγεί, το ψυγείο τρέχει, τα μάτια της κουζίνας είναι αργά, ο φούρνος δεν δουλεύει, το νερό είναι ελαφρώς καφέ και δεν πίνεται, το ρεύμα κάποιες νύχτες πέφτει, το βράδυ αδέσποτα σκυλιά γαβγίζουν δίπλα στο παράθυρο, η κουζίνα έχει κατσαρίδες. Εκτός αυτού, η πρίζα του φουρνακίου είναι ακριβώς δίπλα του στο ύψος της κατσαρόλας, οπότε αν σου φύγει λίγο νερό, έγινες κροκέτα. Το μπάνιο είναι 1x1 νιπτήρας-χέστρα-ντους στριμωγμένα και το φως κρέμεται από ένα καλώδιο στη μέση του δωματίου. Αν δεν είσαι προσεκτικός με το τηλεφωνάκι, έγινες κροκέτα. Και τέλος, οι σωληνώσεις της τουαλέτας είναι τόσο κοντά στο βόθρο που το νερό είναι πάντα καφεμαύρο και βρωμάει ανελέητα. Πρέπει να πατήσεις καζανάκι τέσσερις φορές για να ξορκίσεις το σκατό στα βάθη, και ακόμα και τότε, αργά ή γρήγορα αυτό θα επιστρέψει παρέα με τους φίλους του.

Με τα πολλά αν μπει εδώ μέσα το υγειονομικό τους έχει γαμήσει τα πρέκια. Γιαυτό και είναι 15 ευρώ τη νύχτα. Χωρίς απόδειξη, 13 όλα μαζί. Είναι βολικό όμως. Γιατί οι ίδιοι δεν σέβονται τον χώρο τους, ούτε εσένα. Οπότε εγώ που πλερώ, δεν έχω καμία υποχρέωση να σεβαστώ ούτε το χώρο, ούτε αυτούς, έτσι? Έτσι. Αλλά τους μιλάω στον πληθυντικό. Όταν κάνω μαλακίες ζητάω συγνώμη και όταν φύγω θα το αφήσω στην τρίχα το δωμάτιο, έτσι, για την ανθρωπιά και το γαμώτο.

Και γενικά, εγώ ξες, ράμπο μ'αυτά, έβγαλα άκρη. Έχω περάσει από τρώγλες επί τρωγλών, κάποιες τις έχω δημιουργήσει από τη μηδέν. Το μόνο που κάπως με δυσκόλεψε ήταν οι αράχνες. Το μοτέλ δεν έχει μόνο αυτές τις συμπαθητικές καρλότες με τα μακριά, λεπτά ποδάρια που αράζουν τσιλ & κουλ στους ιστούς τους. Έχει και πολλές από τις άλλες, τις απειλητικές ταραντουλοειδείς, με τις χοντρές κοιλιές και τα τριχωτά μπούτια. Και είναι παντού οι καριόλες. Τρυπώνουν στις τσάντες, μέσα στα ρούχα μου, είναι κάτω απ' τα έπιπλα, κάτω απ' το κρεβάτι μου, κάτω απ' τα τετράδια, τα πιάτα και το σλίπι μπαγκ μου.

Συνήθως ό,τι βρίσκω να κυκλοφορεί στο χώρο μου με πάνω από τέσσερα πόδια, το λιατσάζω, είμαι φασιστάκος με αυτά. Με τις αράχνες όμως είναι αλλιώς. Τρως τα κουνούπια μου, δεν σ'ενοχλώ. Βασανίζομαι λιγότερο, απολαμβάνουμε και οι δυο τη γλυκιά αρμονία της συμβίωσης. Αν είσαι καλό κορίτσι θα σε ταΐζω και μυγούλες, θα σου βγάλω και όνομα. Στη στη γωνία σου όμως, ή σε αθέατους χώρους ε. Πάτωμα? Θάνατος. Κρεβάτι? Θάνατος. Γραφείο? Θάνατος. Κουζίνα, χέστρα, ντουλάπα, τοίχος, θάνατος. Τις θέλω ή στους ιστούς του ή κρυμμένες στις σκιές. Οι αράχνες είναι η ένοχη ντροπή που έχω ανάγκη για να κοιμάμαι ήσυχος να βράδια.

Δεν γκρινιάζω βεβαίως. Προτιμώ οι γείτονες να μη γνωρίζουν την ύπαρξή τους. Κατά πάσα πιθανότητα αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι παρόμοιας φύσεως προβλήματα μα κάνουμε όλοι μόκο. Ξέρουμε πως δεν θα 'μαστε εδώ για πολύ και δεν μας νοιάζει. Για παράπονα στη διεύθυνση ούτε λόγος, είναι προφανώς και απροκάλυπτα εντελώς στα αρχίδια τους.

Θα μπορούσα να κάνω ένα ντου με χημικά από την πρώτη μέρα, μα φοβάμαι πως θα γεμίσει ο τόπος οργισμένα, τοξικά αραχνάκια που θα κόβουν βόλτες στο μαξιλάρι, στα σώβρακα και τα πιάτα μου. Όσο για τα κουνούπια, θα μπορούσα να πάρω ένα αντικουνουπικό ή ένα φιδάκι, μα δεν διαθέτω να κονδύλια. Οπότε σκάω. Ποδοπατώ ό,τι με ενοχλεί, αφήνω ήσυχο ό,τι εξυπηρετεί την άνετη διαβίωσή μου και κάνω πως δεν τρέχει πράμα.

Τις βλέπω όμως στα όνειρά μου. Στα όνειρα μου έχουν καταλάβει το σπίτι απ' άκρη σ'άκρη. Ιστοί χοντροί σαν πετονιά με παγιδεύουν σαν το Φρόντο σ'εκείνη τη σπηλιά. Αρθρόποδα σε μέγεθος γάτας καραδοκούν σε κάθε σκιά και θέλουν να με διώξουν απ' το παράθυρο. Σε κάποια, φέρνουν τους τσαλαπατημένους τους νεκρούς μπροστά μου και τους τρώνε ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Σε άλλα, κρύβομαι εγώ πίσω απ' τη ντουλάπα όσο αυτές βλέπουν τηλεόραση ή κάνουν καφέ στην κουζίνα. Μια νύχτα που με πιάσαν αναγκάστηκα να κόψω το πόδι μου και να το αφήσω πίσω να το φάνε προκειμένου να γλιτώσω, σαν σαμιαμίδι.

Πάντως, ναι, βγάλαμε άκρη εγώ και το σπίτι. Κι ας είναι το ντους αγχωμένη γιόγκα, κι ας ελλοχεύει η άκρη της κουράδας μέσα στο νερό, πίσω απ' την κιτρινιασμένη πορσελάνη. Βάζω τρίτο πρόγραμμα στο τρανζίστορ και γράφω τις πίπες μου κατεβάζοντας βεργίνες. Τη μέρα σουλατσάρω στην ιχθυόσκαλα και τα λέμε με τις λιμενόγατες. Κάνω μπουγάδα και απλώνω τις φανέλες μου στην αυλή, βγάζω πολυθρόνα στο ηλιόλουστο γρασίδι και παίζω κλαρίνο. Λέω από την πρώτη μέρα να πάω για τρέξιμο στον ντόκο, μα δεν πάω, ποτέ δεν πάω. Όταν μαγειρεύω έρχονται δυο κεραμιδί πουτανίτσες στο παράθυρο, μάνα και κόρη, και τους πετάω τορτελίνια. Της μικρής ήμουν ο πρώτος της, έκανε χου στην αρχή μα τώρα γουργουρίζει σαν να μην υπάρχει αύριο. Όταν με βλέπει κάνει νιαρ - νιαρ και χαϊδεύεται στα παπούτσια μου. Μια γειτόνισσα απ' τη διπλανή μονοκατοικία κάποιες φορές με παίρνει μάτι στο μπάνιο, και τη βρίσκω με το δικό μου αρρωστημένο τρόπο. Φαντάζομαι και αυτή.

Θα βρω και χειρότερα. Λίγο πριν φύγω θα χαράξω το όνομά μου στη ντουλάπα. Θα ξεχάσω τέσσερις πέντε μαλακίες, κι όπως πάντα θα τις θυμηθώ όταν θα 'ναι πια αργά. Η Καρμενσίτα, η Ντουντού, η κυρά Μάρω και η Τσικίτα θα με κατευοδώσουν κρατώντας μικροσκοπικά μπουκέτα με λουλούδια, χύνοντας αραχνένια δάκρυα, κουνώντας λιλιπούτεια μαντήλια. Θα πάρω τα συμπράγκαλά μου, θα πάω στη ρεσεψιόν και ο ρεσεψιονίστ θα μου πει όλο χαμόγελα, γαλιφιά και τάχα μου ευγένεια. "Μας φεύγετε κιόλας καλέ? Πως περάσατε?".

Και εγώ θα του πω με μπρίο, κλείνοντας τα μάτια, σηκώνοντας το χέρι, ενώνοντας δείκτη και αντίχειρα. "Ω, λα λα! Εξαίσια! Εξαιρετικά!"

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Ντέηντζερους

Καθόμασταν και οι τέσσερις σ’ ένα συμπαθητικό μαγαζάκι, ρακοταβέρνα απ’ αυτές που ξεφυτρώνουν πια παντού κάθε δεύτερο μήνα. Εγώ, ο Βάγγος, αυτή και η άλλη. Η μια δικιά μου, η άλλη δικιά του, έτσι είχε κανονιστεί, από μόνο του.

Τα παιδιά στο μαγαζί μας ξέρανε, ούτε ένα μήνα δεν είχαν που ανοίξανε, και είχανε για το καλό μια νταμιτζάνα τσίπουρο τριπλής ή τετραπλής αποστάξεως, δυο βαθμούς πριν το καθαρό οινόπνευμα, στην οποία είχαν κολλήσει ένα αυτοκόλλητο με μια νεκροκεφαλή που από κάτω έγραφε ΝΤΕΗΝΤΖΕΡ, και κερνούσανε αβέρτα τους πάντες κι από ένα σφηνάκι.

Εμάς εκείνο τον καιρό μας είχανε γαμήσει με τα ντέηντζερ τους, μόλις έβγαινε αυτή η καταραμένη νταμιτζάνα ξεκινούσαν να τρίζουν τα συκώτια μας, κι εκείνη τη συγκεκριμένη νύχτα το παρακάνανε, έρρεε άφθονο στα λαρύγγια, στο τραπέζι και πάνω μας, εκείνη η νύχτα ήτανε ντέιντζερους.

Γουστάρανε πολύ τα κορίτσια, γουστάραμε κι εμείς. Ούτε που θυμάμαι πως γνωριστήκαμε. Θυμάμαι πως ξεκινήσαμε σ’ ένα μαγαζί που είχανε λάιβ κάτι φίλοι, και μου δώσανε το μικρόφωνο να παίξω σ’ ένα κομμάτι φυσαρμόνικα, και το ‘σκισα, κι όλοι γαμήθηκαν να χειροκροτάνε και να φωνάζουνε, και ένα τυπάκι από πίσω μου ‘δωσε ένα σφηνάκι και το κατέβασα όπως ήταν χωρίς να προσέξω πως κρατούσε κι αυτός ένα και προφανώς περίμενε να τσουγκρίσουμε, οπότε ξαναέφτυσα το ξύδι στο ποτήρι και τσουγκρίσαμε.

Και μετά, η μία η δικιά μου άραζε και τα ‘λεγε πολύ από κοντά με ένα τύπο πρεζομυστήριο, πεταμενοπερίεργο και αυτός της έπιανε το μπουτάκι, οπότε έκατσα δίπλα της, του πήρα το χέρι και το ακούμπησα πάνω στο δικό του μπούτι, πράγμα που δεν άρεσε πολύ στον τύπο, η τύπισα όμως μάλλον γούσταρε γιατί γύρισε προς τα μένα και –ουρανοί!- άρχισε να με φιλάει.

Καταλήξαμε σπίτι τους στα Κάστρα, μαζί μένανε αυτή και η άλλη, και με τη μία τη δικιά μου ρίξαμε φοβερά γαμησάκια μέχρι τα χαράματα. Έπαιρνε αντισυλληπτικά και ήθελε να είμαι ειλικρινής και δοτικός μαζί της πράγμα που καθόλου δεν με χαλούσε εμένα. Κοιμηθήκαμε χαράματα, ξυπνήσαμε βαριά το μεσημέρι, μαγειρέψαμε όλοι μαζί, ήπιαμε καφέ, και αργά το απόγευμα την κάναμε.

Στο δρόμο ρωτάω το Βάγγο τι έγινε με την πάρτη του, και μου λέει, το έπαιξα δύσκολος μπόι, λατίνος εραστής και έτσι. Του λέω δηλαδή? Μου λέει, δεν κάναμε σεεξ, φασωνόμασταν και λέγαμε μαλακίες όλη  νύχτα, και  όταν ξημέρωσε ήθελε να φάει το γιαουρτάκι της, οπότε το άλειψα πάνω στον πούτσο μου και το έγλειψε από ‘κει.

Και γελούσαμε σα βλαμμένα, και νύχτωνε, και κατηφορίζαμε αυτές τις ανελέητες ανηφόρες των Κάστρων βαρώντας τα τακούνια απ’ τις μπότες μας στην άσφαλτο ρυθμικά, τραγουδώντας κάτι αυθόρμητο, ανώριμο και ηλίθιο, χορεύοντας σα χαζά.


Και μου ‘χει σκαλώσει στο μυαλό, μου ‘χει χαραχθεί, να καθόμαστε οι τέσσερις μας σ’ αυτό το ταβερνάκι, να ‘χει χυθεί πάνω στο μπούτι μου ένα σφηνάκι ντέηντζερ κι ο Βάγγος να το ‘χει βάλει φωτιά με τον αναπτήρα, κι όσο εγώ λαμπαδιάζομαι, χτυπιέμαι και τσιρίζω, αυτός να λέει χαλαρός και όλο νόημα, «Μας βάλατε φωτιές ρε κορίτσια, αμάν...», και να γελάει πονηρά κάτω απ’ τα μουστάκια του, ο μαλάκας.